Πέμπτη 17 Απριλίου 2008

22ο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Φιλοσοφίας της Ιατρικής και Υπηρεσιών Υγείας

22ο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Φιλοσοφίας της Ιατρικής και Υπηρεσιών Υγείας, Τάρτου, 20-23 Αυγούστου 2008

Η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Φιλοσοφίας της Ιατρικής και των Υπηρεσιών Υγείας (the European Society for Philosophy of Medicine and Healthcare, ESPMH) και το Centre for Ethics του Πανεπιστημίου του Τάρτου διοργανώνουν το 22ο Συνέδριο Φιλοσοφίας της Ιατρικής και Υπηρεσιών Υγείας με θέμα:
“European bioethics in a global context”
Το κεντρικό θέμα του συνεδρίου είναι ηθικά και φιλοσοφικά ζητήματα που αφορούν τη δημόσια υγεία.

www.bioethics.gr

Στο Ρέθυμνο Επιστημονικό Συμπόσιο '' Βιοηθική και Δίκαιο ''

Το Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Βιοηθική του Πανεπιστημίου Κρήτης, σε συνεργασία με την Εταιρία Ελλήνων Δικαστικών Λειτουργών για τη Δημοκρατία και τις Ελευθερίες και το Δικηγορικό Σύλλογο Ρεθύμνης, διοργάνωσε Επιστημονικό Συμπόσιο με θέμα "Βιοηθική και Δίκαιο", την Παρασκευή 11 Απριλίου 2008 και ώρα 5.30 μ.μ. , στο Φοιτητικό Πολιτιστικό Κέντρο Ξενία, και το Σάββατο 12 Απριλίου 2008, και ώρα 9.30 π.μ στην Αίθουσα Ωδείου Ρεθύμνου.

http://bioethics.fks.uoc.gr/SymposioApr2008/index.htm

http://bioethics.fks.uoc.gr/SymposioApr2008/programma.pdf

Ταβέρνες και Πανδοχεία στον χώρο της Μεσογείου κατά τον όψιμο Μεσαίωνα

Πραγματοποιήθηκε με επιτυχία το Διεθνές Συμπόσιο '' Ταβέρνες και Πανδοχεία στον χώρο της Μεσογείου κατά τον όψιμο Μεσαίωνα '' , το οποίο έλαβε χώρα ( 14 - 16 Απριλίου 2008 )
στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.

Αναλυτικότερα το πρόγραμμα του συμποσίου βρίσκεται στον παρακάτω σύνδεσμο :

http://www.eie.gr/epistimiskoinonia/2007-2008/e-kyklos.pdf

Αξιοπιστία των Ιστορικών πηγών κατά την εποχή της Εικονομαχίας

Της Αμαλίας Ηλιάδη, Φιλολόγου-Ιστορικού, ΜΑ Βυζαντινής Ιστορίας
26/3/2006


Η Αμαλία Κ. Ηλιάδη γεννήθηκε στα Τρίκαλα Θεσσαλίας το 1967. Σπούδασε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσ/νίκης Ιστορία-Αρχαιολογία με ειδίκευση στην Ιστορία. Πήρε Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ' τη Φιλοσοφική Σχολή του ιδίου Πανεπιστημίου και από το 1992 διδάσκει στη Μέση Εκπαίδευση ως Φιλόλογος. Έχει συγγράψει βιβλία ιστορικού, λογοτεχνικού και παιδαγωγικού περιεχομένου. Παράλληλα, ασχολείται ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική και την ποίηση.

Για το πρώτο τμήμα της περιόδου της εικονομαχίας και ιδιαίτερα για την εικονοκλαστική πολιτική των αυτοκρατόρων που στράφηκε με την πάροδο του χρόνου εναντίον του μοναχισμού, βασικές πηγές είναι τα χρονικά του πατριάρχη Νικηφόρου και του Θεοφάνη του Ομολογητή. Και οι δύο χρονογράφοι εξιστορούν την εικονομαχία απ’ τη σκοπιά των εικονοφίλων. Ιδιαίτερα έντονη είναι η τάση αυτή στο έργο του Θεοφάνη.
Όπως οι παραπάνω βυζαντινοί χρονογράφοι, έτσι και τα αγιολογικά έργα της εποχής αυτής εκπροσωπούν τη γραμμή των εικονοφίλων, και μάλιστα συχνά με μεγαλύτερη έμφαση. Τα κείμενα αυτά είναι αφιερωμένα στους μάρτυρες της εικονομαχίας, γι’ αυτό και έχουν φυσικά χαρακτήρα πανηγυρικό. Ωστόσο αρκετά απ’ αυτά έχουν μεγάλη αξία σαν πηγές που συμπληρώνουν τις λιγοστές ειδήσεις των καθαρά ιστορικών έργων. Ιδιαίτερη ιστορική αξία έχει ο βίος του Στεφάνου του Νέου (+767), που στηρίζεται σε παλαιότερες διηγήσεις του Στεφάνου, διακόνου της Αγίας Σοφίας, γράφτηκε το 808 και αποτελεί τη σπουδαιότερη και αρχαιότερη εξιστόρηση των εικονοκλαστικών διωγμών του Κωνσταντίνου Ε΄ (Migne, P.G. 100, 1069-1186). Τα μειονεκτήματα που χαρακτηρίζουν συνήθως το φιλολογικό αυτό είδος αντισταθμίζονται στην περίπτωση αυτή απ’ την αφθονία των ιστορικών λεπτομερειών.
Επίσης μεγάλη σημασία για την Αντιμοναχική στροφή της εικονομαχίας έχουν τα Πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας. (Mansi 12, 959 εξ και 13, 1 εξ). Δεν διασώθηκε στην αρχική του μορφή κανένα απολύτως έργο των εικονομάχων, γιατί η έβδομη οικουμενική Σύνοδος του 787 αποφάσισε την καταστροφή των εικονοκλαστικών συγγραμμάτων, ενώ παρόμοια απόφαση ίσως έλαβε και η σύνοδος του 843. Διασώθηκαν όμως πολυάριθμα αποσπάσματα στα έργα των εικονοφίλων, που τα καταχώρισαν για να τα αναιρέσουν. Τους Όρους της πρώτης συνόδου των εικονομάχων του 754 μπορούμε να ανασυντάξουμε από τα Πρακτικά της συνόδου της Νίκαιας, ενώ τους Όρους της δεύτερης συνόδου των εικονομάχων του 815 καθώς και τους δύο λόγους του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε΄, που έχουν μεγάλη θεολογική και ιστορική αξία, από τα αποσπάσματα που χρησιμοποίησε ο πατριάρχης Νικηφόρος.
Η Ιστορία Σύντομος του Πατριάρχη Νικηφόρου (πατριάρχευσε το 806-815, πέθανε το 829) είναι σημαντική, γιατί, μεταφέροντας τις ίδιες (άγνωστες σε μας) πηγές, αποτελεί μία απ’ τις δύο συνεχείς ιστορίες του έβδομου και όγδοου αιώνα (αν και ο Νικηφόρος καλύπτει μόνο την περίοδο 602-769).
Το Breviarium του Νικηφόρου βασίζεται πιθανόν κατά τη γνώμη του K.Krumbacher σε σωζόμενα ερανίσματα εγχειριδίων εκκλησιαστικής χροιάς ή και πολιτικότερου ενδιαφέροντος. Στις «εκλογές» του Μεγάλου Χρονογράφου φαίνεται ότι σώθηκαν μερικά πενιχρά λείψανα απ’ την πηγή που χρησιμοποίησε ο Νικηφόρος.
Το Breviarium του Νικηφόρου, όπως και όλες οι χρονογραφίες (εκλαϊκευμένες ιστορίες ή επίτομα εγχειρίδια «παγκόσμιας» ιστορίας), χαρακτηρίζεται από μια συνειδητή προσπάθεια να δικαιώσει το χριστιανισμό. Κύριος στόχος των χρονογράφων ήταν να πείσουν τους αναγνώστες τους για το θεόπνευστο της ορθόδοξης πίστης που αποκαλύφθηκε στη ζωή αυτή με τη δημιουργία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (γεγονός που αποδεικνύεται αναντίρρητα απ’ την πορεία της παγκόσμιας ιστορίας). Έτσι άσκησαν σημαντική πολιτική επίδραση τόσο στους Βυζαντινούς όσο και στους λαούς που ήρθαν σ’ επαφή με την ορθόδοξη εκκλησία.
Στο Μεσαιωνικό κόσμο, όπου αποκλειστικά μονολιθικά θρησκευτικά συστήματα κυριαρχούσαν στην κοινωνία, η πολιτική καταστροφή κατά κανόνα διέγειρε τη θρησκευτική ερμηνεία και λογικοποίηση, όπως ήδη έχει καταστεί προφανής. Στους παγανιστικούς χρόνους η πολιτική ήττα δεν συνεπάγονταν απαραιτήτως μια έκλειψη των θρησκευτικών αξιών και συστημάτων του καταβεβλημένου, και έτσι για παράδειγμα ο ελληνικός παγανισμός δεν καταστράφηκε απ’ τη Ρωμαϊκή κατάκτηση. Αλλά η Χριστιανοσύνη συναισθανόταν την αποκλειστική της «αλήθειας» και τη μοναδική φύση της. Η πολιτική ήττα της Χριστιανοσύνης απαιτούσε απαραιτήτως μια θρησκευτική εξήγηση, έτσι η πολιτική νίκη του Βυζαντινού κράτους φαινόταν να σημαίνει την «αλήθεια» του Χριστιανισμού.
Η συγγραφική δράση του Νικηφόρου πέφτει στην αρχή του 8ου αιώνα. Αν και δεν είναι σύγχρονος προς όλα τα γεγονότα που εξιστορεί και ιδιαίτερα προς τους εικονοκλαστικούς διωγμούς του Κωνσταντίνου του Ε΄, εντούτοις οι πληροφορίες του διασταυρούμενες και με τις πληροφορίες του Θεοφάνη (9ος αι.), αποδεικνύονται εν μέρει αξιόπιστες γιατί αν και στάθηκε εχθρός της εικονομαχίας δεν είναι τόσο επιθετικός και δε χρησιμοποιεί αδέξια επιχειρήματα σαν εκείνα που αφθονούν στο χρονικό του Θεοφάνη.
Απ’ την άλλη μεριά ο Θεοφάνης εξιστορεί τα της βασιλείας του Κωνσταντίνου Ε΄ με ιδιαίτερη εμπάθεια, επηρεασμένος από θεολογικές αντιλήψεις και συναισθηματικές παρορμήσεις περισσότερο απ’ ότι ο Νικηφόρος που τα εξιστορεί με μετριοπάθεια. Σύμφωνα με το Θεοφάνη η αντιμοναχική στροφή του Κωνσταντίνου Ε΄ υπήρξε ανήλεη. Τα μοναστήρια μετατραπήκανε σε οπλαποθήκες και σε τόπους συγκέντρωσης των στρατιωτών. Ο Κωνσταντίνος ο Ε΄ έστειλε στα ασιατικά θέματα τους πιστούς του στρατηγούς: το Μιχαήλ Μελισσηνό στο θέμα των Ανατολικών, το Μιχαήλ Λαχανοδράκοντα στο θέμα της Θράκης και τέλος το Μανή στο θέμα των Βουκελλαρίων, με την εντολή να πάρουν τα πιο ριζικά μέτρα εναντίον στην «καταραμένη ράτσα» των καλογέρων. Και με γραφικό τρόπο ιστορεί τα μέτρα που πήρε ο Λαχανοδράκων. Ο στρατηγός αυτός μάζεψε όλους τους καλόγερους και τις καλόγριες που βρίσκονταν στο θέμα του στην πρωτεύουσα, την Έφεσσο, και αφού τοτς συγκέντρωσε όλους μαζί στην πεδιάδα τους δήλωσε: «ο μέν βουλόμενος τω βασιλεί πειθαρχείν και ημίν ενδυσάσθω στολήν λευκήν και λάβέτω γυναίκα τη ώρα ταύτη (=τώρα), οι δε τούτο μη ποιούντες τυφλούμενοι εις Κύπρον εξορισθήσονται».
Εξάλλου για να προλάβει κάθε μελλοντική απόπειρα που θα είχε σκοπό να δημιουργηθούν στο θέμα του καινούργιες «καλογερικές» αδελφότητες δεν αρκέστηκε μόνο να δημεύσει τις μοναστηριακές περιουσίες, αλλά «έπρασε πάντα τα μοναστήρια ανδρείά τε και γυναικεία και πάντα τα ιερά σκεύη και βιβλία και κτήνη και όσα ήν εις υπόστασιν αυτών, και τας τούτων τιμάς εισεκόμισε τω βασιλεί όσα δε εύρε μοναχικά και πατερικά βιβλία πυρί κατέκαυσεν» = «πούλησε όλα τα μοναστήρια (τα έβγαλε στο σφυρί) ανδρικά και γυναικεία, και όλα τα ιερά σκεύη και τα βιβλία και τα κτήνη και όλα τα υποστατικά τους, και την τιμή τους (όσα εισέπραξε) τα πήγε στο βασιλιά. Όσα επίσης βιβλία μοναχικά και πατερικά βρήκε τα έκαψε στη φωτιά.
Κι αν κάπου ανακάλυπτε να έχει κάποιος στη φύλαξή του λείψανα αγίου κι αυτό το έριχνε στη φωτιά και τον κάτοχό του τον τιμωρούσε ως ασεβή. Τελικά δεν άφησε σ’ όλο το θέμα του ούτε έναν άνθρωπο με το σχήμα του μοναχού.
Το παραπάνω απόσπασμα δείχνει ανάγλυφα πόσο δύσκολη είναι η ιστορική έρευνα η σχετική με την περίοδο της εικονομαχίας, που το πάθος κρύβει την αλήθεια. Ο Lombard και άλλοι ιστορικοί βρίσκουν υπερβολικά στο σύνολό τους τα παράπονα των εικονολατρών. Ίσως μια ακόμη ένδειξη γι’ αυτό είναι και το ότι τα παρατσούκλια Κοπρώνυμος και Καβαλλίνος που δόθηκαν στον Κων/νο Ε΄ του τα “κόλλησαν” οι μοναχοί.
Η καταφυγή στη βία, κατά τη βασιλεία του Κων/νου του Ε΄, για ν’ αναγκάσουν τους μοναχούς της Θράκης να παντρευτούν, δεν ήταν παρά μια επανάληψη των όσων έγιναν στην Κωνσταντινούπολη. Ο Θεοφάνης παραδίδει: όταν οι διώξεις των μοναχών βρίσκονταν στο κορύφωμά τους, το 765, ο αυτοκράτορας οργάνωσε ένα σπάνιο θέαμα στον Ιππόδρομο: έβαλε να παρελάσουν μοναχοί και μοναχές δύο-δύο. Οι μοναχοί υποχρεώθηκαν να διασχίσουν την πίστα κρατώντας ο καθένας τους ένα γύναιο απ’ το χέρι. Οι θεατές τους χλεύαζαν και τους έβριζαν. Και όταν ο αυτοκράτορας κατάγγειλε φωναχτά πως η καταραμένη γενιά των μοναχών δεν τον άφηνε να βρει καμμιά ησυχία, το κοινό απάντησε: « μα δεν υπάρχει πια στην πόλη ίχνος απ’ αυτή τη βρωμογενιά».
Εκτός απ’ τις πληροφορίες που μας παρέχει ο Θεοφάνης σχετικά με τις διώξεις των μοναχών απ’ τον Κων/νο Ε΄, υπάρχει μια είδηση που περιέχεται στο βίο του Στεφάνου του Νεωτέρου και είναι περίεργη για το ότι, σύμφωνα μ’ αυτή, ο Κων/νος γιόρταζε και απαγορευμένα απ’ την Πενθέκτη, Βρουμάλια, γιορτή του Διονύσου. Επίσης απ’ τον παρά Θεοφάνει διάλογο προς τον πατριάρχη, φαίνεται ότι για τη Θεοτόκο σκέπτονταν ελεύθερα ο Κωνσταντίνος, κατά τον τόπο του Νεστορίου. Βέβαια αυτή η στάση του Κωνσταντίνου είναι πολύ τολμηρή για την εποχή του και παρ’ όλες τις διαβεβαιώσεις των χρονογράφων, μας αφήνει σοβαρούς ενδοιασμούς για την αλήθεια της. Και κατά τη γνώμη του Κ. Άμαντου «είναι ζήτημα αν πρέπει να πιστέψουμε όλα όσα λέγονται περί μαρτυρίων απ’ το Θεοφάνη, το Νικηφόρο και άλλους συγγραφείς (Ζωναράς). Ένα μαρτύριο είναι βέβαιο, του Στεφάνου του νέου».
Ο νικηφόρος επίσης εκτός απ’ το Breviarium, μιλά και στην «τρίτην αντίρρησιν» κατά της πολιτικής του Κωνσταντίνου με εμπάθεια κάπως μεγαλύτερη απ’ τη συνηθισμένη: «οικητήρια τα μοναστήρια πεποίηκεν, ιπποστάσια δε και κοπρώντας τας εκκλησίας του Θεού κατεστήσατο, ών τα περιττώματα και εφ’ ημών αυτών διήρκεσαν επιχρονίσαντα (!), έστι δε ά και χρυσίου απέδοτο σε μνεία και βοώσι μέγα τα επώνυμα Φλώρου και Καλλιστράτου μοναστήρια».
Επίσης ο Ζωναράς που είναι αρκετά μεταγενέστερος γράφει: «Χιλιάδας ορθοδόξων πολλάς ανελών και μάλιστα μοναχών και τα τούτων ασκητήρια τα μέν πυρός θέμενος παρανάλωμα, τα δε καθελών».
Γενικά αν το πορτραίτο του Κων/νου Ε΄ που ζωγραφίστηκε απ’ τους συγχρόνους του είναι αληθινό (πράγμα που επιδέχεται αρκετές αμφιβολίες), ήταν ένας εφάμιλλα «επιτυχημένος» ηγεμόνας σαν και τον Νέρωνα. Δεν ήταν μόνο «άθεος» και σαδιστής, αλλά επίσης διέτρεξε όλη την κλίμακα της σεξουαλικής παρεκτροπής. Τουλάχιστον, όλες αυτές οι ελλείψεις, αποδόθηκαν σ’ αυτόν απ’ τους παροργισμένους ή πικραμένους μοναχούς-χρονογράφους (και στην ανατολή και δύση φαίνονται να κατέχουν μια αξιοπρόσεχτη γνώση των σεξουαλικών αδυναμιών του ανθρώπου), ο οποίος εξαιτίας των εικονοκλαστικών «συμπαθειών» του προς αυτούς φάνταζε ο ίδιος ο διάβολος.
Τελικά, μπορούμε εύκολα να καταλήξουμε στο συμπέρασμα, ότι οι εικονολάτρες συγγραφείς, και ιδιαίτερα ο Θεοφάνης και ο Νικηφόρος είναι βαθιά εμποτισμένοι από δογματικές εμπάθειες και συναισθηματικούς δεσμούς, που εμποδίζουν την αμερόληπτη και αφανάτιστη παρουσίαση της δράσεως σπουδαίου ηγεμόνα, παρά τη διαβεβαίωση του κυριότερου χρονογράφου ότι θα εκθέσει τα γεγονότα «φιλαλήθως... ως εφορώντος του παντεπόπτου Θεού». Ωστόσο ασήμαντες εκ πρώτης όψεως λεπτομέρειες αποκαλύπτουν την ανταπόκριση που βρήκε μέσα στη λαϊκή ψυχή η πολεμική δράση του ηγεμόνα, ο οποίος αγωνίστηκε να περιφρουρήσει το κράτος και μάλιστα στον Βαλκανικό χώρο.
Ο Romilly Jenkins μετριάζοντας κάπως την αμερόληπτη εξιστόρηση της βασιλείας του Κων/νου Ε΄ απ’ τους χρονογράφους διατείνεται ότι «η έσχατη μανία της μοναχικής εναντίωσης, στην οποία οι μεταγενέστεροι είναι υποχρεωμένοι για τη μοναδική σχεδόν πληροφορία που είναι σχετική με την εσωτερική διοίκηση του Λέοντα Γ΄, δεν μπορεί να αποδώσει σ’ αυτόν την αγριότητα της καταδίωξης την οποία προκαλεί- φοβόμαστε, με υπερβολική δικαιολογία- ο περισσότερο λαμπρός αλλά λιγότερο σταθερός γιός του Κωνσταντίνος Ε΄».
Οπωσδήποτε η παρατήρηση αυτή του Jenkins υπογραμμίζει μια αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά , ταυτόχρονα, δεν αίρει απολύτως τις προκατειλημμένες θέσεις του Θεοφάνη και του Νικηφόρου για τον Κων/νο.
Πάντως, απ’ τις κατηγορίες για διωγμούς ίσως πρέπει να πιστέψουμε τα λεγόμενα κατά την έβδομη Σύνοδο περί φυλακίσεων, εξοριών, τυφλώσεων, ρινοτομήσεων.
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η έρευνα, όσον αφορά την αξιοπιστία την πηγών αυτής της εποχής, αν και έχει προχωρήσει αρκετά στη διαλεύκανση των σκοτεινών σημείων και στην ερμηνεία που προέρχεται μετά απ’ το συσχετισμό των πηγών μεταξύ τους, εντούτοις έχει να επιδείξει ποικιλία διϊστάμενων απόψεων. Αυτό, απ’ τη μία μεριά καταδείχνει την πολυπλοκότητα στο πλέγμα των σχέσεων, ανάμεσα στις δύο παρατάξεις (εικονομάχους-εικονολάτρες) και απ’ την άλλη επισημαίνει πόσο πιο ξεκαθαρισμένα θα ήταν για μας σήμερα τα πράγματα, αν διασώζονταν ως την εποχή μας αυτούσιες πηγές και απ’ την πλευρά των εικονομάχων. Τότε θα επέρχονταν μια πιο θεμελιωμένη εκτίμηση της αντιμοναχικής στροφής της εικονομαχίας και γενικά της εικονοκλαστικής πολιτικής των Ισαύρων.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία
1) Hesseling, Essai sur la civilization Byzantin, Paris 1967 (ελλην.μεταφρ.υπό Σ.Κ.Σακελλαροπούλου, Αθήναι 1914).
2) Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια.
3) H. Gelzer, Επίτομος Βυζαντινή Ιστορία, ελλην. μετάφρ. Τ. Σωτηριάδου, εν Αθήναις 1900.
4) G. Ostrogorsky, Geschichte des byzantinischen Staates, Munchen 1963. (ελλην. μετάφρ. Ιωάννης Παναγόπουλος, Αθήνα 1978).
5) Cambridge Medieval History, τ.4: The Byzantine Empire, Part II: Government Church and Civilization, Cambridge 1966-1967 (ελλην. μετάφρ. Αθήνα 1979).
6) Κ. Krumbacher, Geschichte der byzantinischen Litteratur von Justinian bis zum Ende des oströmischen Reiches (537-1453). Munchen 1897, (ελλην. μετάφρ. Γ. Σωτηριάδου 1897 ανατ. Αθήνα 1947).
7) Vryonis, The Decline of Medieval Hellenism in Asia Minor, London 1971.
8) M. Levtchenko, Ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ελλην. μετάφρ. Γιάν. Βιστάκης, εκδόσεις «Πολικός» α.τ. κ΄ χρ.
9) Θεοφάνης,
10) Κ. Άμαντος, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους (395-1204), τ. 1-2, Αθήναι 1935-1957 (ανατ. 1977).
11) A. Lombard, Constantin V’ empereur des Romaines, Paris 1935.
12) Migne, P.G.,
13) J. Hearsey, City of Constantine, London 1963.
14) Ζωναράς, Χρονογραφία, ΧV, 8, σελ.17.
15) Ι.Ε.Ε.(Ιστορία του Ελληνικού Έθνους), τ.Η’ , Αθήνα 1979, σελ. 31 κ.ε.
16) R. Jenkins, Byzantium: The imperial Centuries (ad 610-1071), London 1966.

Βυζαντινή Διπλωματία και Πολιτική Ιδεολογία

Της Αμαλίας Ηλιάδη, Φιλολόγου-Ιστορικού, ΜΑ Βυζαντινής Ιστορίας
11/8/2005


Η Αμαλία Κ. Ηλιάδη γεννήθηκε στα Τρίκαλα Θεσσαλίας το 1967. Σπούδασε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσ/νίκης Ιστορία-Αρχαιολογία με ειδίκευση στην Ιστορία. Πήρε Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ' τη Φιλοσοφική Σχολή του ιδίου Πανεπιστημίου και από το 1992 διδάσκει στη Μέση Εκπαίδευση ως Φιλόλογος. Έχει συγγράψει βιβλία ιστορικού, λογοτεχνικού και παιδαγωγικού περιεχομένου. Παράλληλα, ασχολείται ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική και την ποίηση.




Η Βυζαντινή Διπλωματία ως συνιστώσα της πολιτικής θεωρίας και ιδεολογίας των Βυζαντινών παρουσιάζει ορισμένα προβλήματα που σχετίζονται με τη διπλωματική ως επιστήμη και με τα διασωθέντα επίσημα, διπλωματικά έγγραφα του Βυζαντινού κράτους, τα οποία δεν είναι αρκετά ως προς τον αριθμό τους.Σ΄αυτό το σύντομο άρθρο η διπλωματία θα αντιμετωπιστεί ως ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της εξωτερικής και εσωτερικής ζωής του Βυζαντίου, που το διαφοροποιούν από τα υπόλοιπα μεσαιωνικά πολιτικά μορφώματα και καθιστούν την οργάνωσή του προηγμένη και σχετικά ορθολογική.
Με τη σταθεροποίηση της κληρονομικής διαδοχής με το θεσμό της συμβασιλείας και συνακόλουθα με τη δημιουργία δυναστειών που παραμένουν για πολύ καιρό στο θρόνο, δυνάμωσε ο κρατικός συγκεντρωτισμός καθώς και η απαίτητηση του αυτοκράτορα για απόλυτη εξουσία.Επί της Μακεδονικής δυναστείας και ειδικότερα επί του Λέοντος Στ΄ του Σοφού, καταλύθηκαν και οι τελευταίες εξουσίες της Συγκλήτου, κυρίως το δικαίωμα να μετέχει συμβουλευτικά στην επεξεργασία και στην έκδοση νόμων, προνόμιον που περιέρχεται εξ' ολοκλήρου στο μόναρχον κράτος.Και βέβαια εκεί που φαίνεται καθαρότερα ο απόλυτος συγκεντρωτισμός της αυτοκρατορικής αρχής, είναι στην αυστηρή ιεραρχία της κρατικής διοίκησης, η οποία είναι επακριβώς προκαθορισμένη, όπως φαίνεται από τα διάφορα ''Τακτικά'' της εποχής.
Αυτός ο συγκεντρωτισμός της αυτοκρατορικής αρχής εφοδίασε, με την πάροδο του χρόνου, τη διπλωματία μ΄ένα έντονο επίστρωμα επίδειξης, το οποίο, όπως διαγράφεται μέσα από τα έργα του Κωνσταντίνου Ζ΄του Πορφυρογεννήτου, αποσκοπεί στη δημιουργία εντυπώσεων για την επιβολή του μεγαλείου της αυτοκρατορίας και του ίδιου του Βυζαντινού αυτοκράτορα.Και οι Βυζαντινοί, πραγματικά, πίστευαν ακράδαντα στην αποτελεσματικότητα αυτών των εντυπώσεων.Αυτό, ίσως σήμερα, να μας φαίνεται αφελές.Είμαστε σίγουροι ότι αν βρισκόμασταν στη θέση των επισκεπτών της Κωνσταντινούπολης, θα προσπαθούσαμε ν' ανακαλύψουμε πίσω από το θέαμα την πραγματικότητα, και φυσικά το κριτήριό μας στην εκτίμηση της δύναμης του Βυζαντίου θα ήταν η κρυμμένη πραγματικότητα κι όχι το φαινόμενο.Κι ίσως οι συσκευές της Ανατολικής ρωμαικής αυτοκρατορίας που προκαλούσαν εντύπωση να μας φαινόντουσαν ακόμη πιο αφελείς από ότι η ίδια η διπλωματική πολιτική.''Θα μπορούσαν, άραγε, ακόμη κι οι πιο απλοικοί βάρβαροι να πάρουν στα σοβαρά τα μηχανικά παιχνίδια που βρίσκονταν στην αίθουσα του θρόνου''; αναρωτιέται ο Arnold Toynbee. Ο Λατίνος επίσκοπος Κρεμώνας Λιουτπράνδος, απεσταλμένος του Πάπα στην Κωνσταντινούπολη, αναφέρει με κάποια αυταρέσκεια ότι, κατά την πρεσβεία του στον Κωνσταντίνο τον Ζ΄ στα 949, δεν φοβήθηκε καθόλου όταν τα χρυσά λιοντάρια τον χαιρέτησαν με τον τεχνητό βρυχηθμό τους.Αλλά παραδέχεται ότι η αταραξία του οφειλόταν μόνο στην πρόνοιά του να πληροφορηθεί προκαταβολικά για τις εκπλήξεις που τον περίμεναν.
Οπωσδήποτε, ένας λιγότερο αφελής τρόπος εντυπωσιασμού των βαρβάρων ήταν η επίδειξη των αρχιτεκτονικών και καλλιτεχνικών επιτευγμάτων του Παλατιού και της πόλης.Οι αυτοκρατορικές υπηρεσίες ήταν ιδιαίτερα επιδέξιες στο να διασκεδάζουν τους σημαντικούς ξένους άρχοντες ή απεσταλμένους τους, με σκοπό να τους εντυπωσιάσουν με το μεγαλείο και την πολυτέλεια της Πόλης.Για τη διακόσμηση, μάλιστα, εκείνων των σημείων του ιερού Παλατίου που θα χρησίμευαν για την υποδοχή των ξένων, δανείζονταν κοσμήματα, είδη χρυσοχοικής και χρυσοκέντητες κουρτίνες απ΄τις εκκλησίες.Η Νέα και άλλες εκκλησίες που βρίσκονταν μέσα στον περίβολο του Ιερού Παλατίου, έπρεπε, οπωσδήποτε, να συνεισφέρουν μ΄όλα τους τα μέσα.Η Υπεραγία Θεοτόκος του Φάρου παρείχε στο παλάτι γιρλάντες πολυελαίων με ασημένιες αλυσίδες, ένα σταυρό κι ένα χρυσό περιστέρι.Το μοναστήρι των Αγίων Σεργίου και Βάκχου(η μικρή Αγία Σοφία που βρισκόταν κοντά στον Ιππόδρομο), μοιραζόταν με τη Νέα Εκκλησία, που προαναφέρθηκε, την τιμή της παροχής διακοσμητικών μέσων για το μεγάλο Τρίκλινο της Μαγναύρας-το κεντρικό σημείο υποδοχής, αφού αυτή η αίθουσα περιείχε τον Σολομωνικό θρόνο.Όμως, από τον κατάλογο των εκκλησιών που δάνειζαν τους θησαυρούς τους, λείπουν η Αγία Σοφία και οι Άγιοι Απόστολοι, αλλά αυτές οι εκκλησίες δάνειζαν τις χορωδίες τους, φυσικά με αμφίεση που ταίριαζε στην κάθε περίσταση.
Οπωσδήποτε, η διπλωματία του Βυζαντίου ,όπως άλλωστε και κάθε διπλωματία, δεν γνώριζε ηθικές αναστολές.Όταν το επέβαλαν τα πράγματα, η διπλωματία δεν δίσταζε να υποκινήσει μια ξένη φυλή εναντίον ομοθρήσκων γειτόνων.Γιατί οι Βυζαντινοί θεωρούσαν ως αρχή αποτελεσματικής πολιτικής να παρεμποδίζουν ένα πραγματικό ή ένα πιθανό εχθρό παρεμβάλλοντας δυσκολίες στο δρόμο του.Οι πολιτικοί γάμοι επίσης έπαιζαν σπουδαίο ρόλο στην πολιτική και πολιτιστική επιβολή του Βυζαντίου, όπως πράγματι έπαιζαν και οι υποδοχές ανθρώπων των οποίων και η απλή παρουσία στη βυζαντινή αυλή μπορούσε ν΄ασκήσει πίεση επί εξωτερικών δυνάμεων.Πάντως, ένα πράγμα είναι βέβαιο:η διπλωματία απαιτούσε μεγάλες δαπάνες σε χρήματα.
Κατά τη Μεσοβυζαντινή εποχή, αρμόδιος για την υποδοχή των βαρβάρων απεσταλμένων ήταν ο λογοθέτης του δρόμου.Αυτός ως ανώτατος προιστάμενος του cursus publicus φρόντιζε με τους χαρτουλαρίους του ''δρόμου'' να έχουν οι ξένοι πρεσβευτές σίγουρο ταξίδι ως την πρωτεύουσα, όπου φιλοξενούνταν στο αποκρισιαρίκιο που το διοικούσε ο κουράτωρ και εξυπηρετούνταν από τον ''από των βαρβάρων'', ο οποίος κάλυπτε όλες τις ανάγκες τους, και από τους ερμηνευτές που ήταν οι διερμηνείς στις συνομιλίες με τις βυζαντινές αρχές.Εδώ τελειώνει η πρώτη φάση της υποδοχής των ξένων αξιωματούχων.Κατά τη δεύτερη φάση οι ξένοι παρουσιάζονταν στον αυτοκράτορα. Συνήθως αυτό γινόταν μερικές μέρες μετά τον ερχομό τους και οδηγούνταν, υπό τη συνοδεία του ''λογοθέτη του δρόμου'' μέσα από τις λαμπρές αίθουσες του παλατιού που τις φρουρούσαν στρατιώτες με αστραφτερά όπλα, ενώ γύρω τους βρίσκονταν πολυάριθμοι αξιωματούχοι ντυμένοι με τις μεγαλόπρεπες και χρυσοποίκιλτες στολές της αυλής.Όταν, μετά από μεγάλη διαδικασία, έφταναν επιτέλους στην αίθουσα του θρόνου, ο αυτοκράτωρ παρατηρούσε τον ξένο χωρίς να του απευθύνει ούτε μια φορά το λόγο, αφήνοντας στο ''λογοθέτη του δρόμου'', που στεκόταν στο πλάι, τη φροντίδα να ρωτήσει τον επισκέπτη για το σκοπό της επίσκεψής του.
Είναι φανερό ότι μια τέτοια διαδικασία προκαλούσε δέος και σχεδόν θρησκευτικό σεβασμό στον, κατά κανόνα, άξεστο ξένο για τον αυτοκράτορα και την αυτοκρατορία.Ο Λιουτπράνδος της Κρεμώνας χλεύασε τις πομπώδεις τελετές και τις ''γελοίες προσποιήσεις'' της Βυζαντινής αυλής, όμως απέτυχε όπως απέτυχαν αργότερα και οι αρχηγοί των Σταυροφοριών να συλλάβει το νόημα του κλασσικού κόσμου, που, παραδόξως, επιζούσε μέσα σ΄ένα μεσαιωνικό περιβάλλον.Για τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου η αδιάσειστη βεβαιότητα ότι το κράτος του,περιβαλλόμενο παντού από βαρβάρους, εκπροσωπούσε τον ίδιο τον πολιτισμό, δικαιολογούσε κάθε μέσο το οποίο θα ήταν κατάλληλο για την επιβίωσή του, ενώ η υπερήφανη συνείδηση του διπλού τίτλου στην εξουσία του κόσμου-κληρονόμος της παγκόσμιας ρωμαικής αυτοκρατορίας και αντιπρόσωπος του ίδιου του Θεού- του έδιναν το σθένος να αντιμετωπίζει τους εχθρούς, όταν μάλιστα η πρωτεύουσα και το κράτος φαινόντουσαν καταδικασμένα.
Όμως κι ο τρόπος που οργανώνονταν οι βυζαντινές πρεσβευτικές αποστολές δείχνει την προσπάθεια των βυζαντινών να καταπλήξουν και να εντυπωσιάσουν τους ξένους.Ο Συνεχιστής του Θεοφάνη μας παραδίδει:''Επεί δε τω παλαιώ έθει επόμενος εβούλετο τοις της Άγαρ τα της αυτοκρατορίας ποιήσαι κατάδηλα...προς την τοιαύτην άξιον διακονίαν κρίνει Ιωάννην τον τότε μεν σύγκελλον, αυτού δε πρότερον, ως έφθημεν ειπόντες, διδάσκαλον.Πολιτικής γαρ ευταξίας τούτον πλήρη τυγχάνοντα, ου μην δε και τη αιρέσει τούτου συμπαραμένοντα, έτι γε μην και το προς τους αντιρρητικούς λόγους κεκτημένον δραστήριον, ηγάπα ούτος και διαφερόντως των κατ΄ αυτών απάντων εσέμνυνεν''.Οι βυζαντινοί πρεσβευτές ταξίδευαν φέρνοντας μαζί τους πολύτιμα δώρα που προορίζονταν για τους ανώτατους αξιωματούχους της ξένης χώρας οι οποίοι θα έπαιρναν μέρος στις διαπραγματεύσεις.Οπωσδήποτε τα δώρα χρησίμευαν για να τους προδιαθέσουν ευνοικά απέναντι στις βυζαντινές προτάσεις.Και πάλι ο Συνεχιστής του Θεοφάνους αναφέρει:''Μάλλον δε και μάλλον βουλόμενος εξάραι τα Ρωμαίων πράγματα, τους εφ' οιαδηποτούν αιτία προς αυτόν φοιτώντας, μεγάλη τε και μικρά, σκεύος τι αργύρεον χρυσίου πληρών εκάστω επεδίδου φιλοτιμούμενος''.
Από παλιότερους μελετητές, η βυζαντινή διπλωματία όσον αφορά στις σχέσεις με ξένους λαούς είχε, άδικα, κατηγορηθεί για αδεξιότητα.Η σημερινή έρευνα όμως υποστηρίζει ότι ακριβώς στο θέμα αυτό έδειξαν θαυμαστή ικανότητα ευκαμψίας και προσαρμοστικότητας.Κι αυτή η ικανότητα έδινε στην κυβέρνηση μια υπεροχή την οποία, συχνά, εκμεταλλευόταν απόλυτα.Το γεγονός αυτό φαίνεται, επίσης, απ' τη διπλωματική αντιμετώπιση στάσεων στο εσωτερικό του κράτους.Ο αυτοκράτορας, χρησιμοποιώντας την επιβολή και το κύρος που του παρέχει η αποκλειστικότητά του καθώς και άφθονο χρήμα, κατορθώνει να αποσοβεί τον κίνδυνο.Μια τέτοια περίπτωση κατέγραψε ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, η οποία αφορά στάση Σλάβων της Θεσσαλονίκης στα χρόνια του Μιχαήλ του Γ΄.Ο αυτοκράτωρ πρόλαβε τη στάση με τον ακόλουθο τρόπο:''Χρη ειδέναι, όπως εδέξατο Μιχαήλ ο Βασιλεύς Σκλάβους τους ατακτήσαντας εν χώρα τη Σουβδελιτία και ανελθόντας εις τα όρη και πάλιν καταφυγόντας τη αυτοκρατορική και υψηλή βασιλεία.Περιβαλλόμενος ο Βασιλεύς σαγίον πορφυρούν έχον περίκλεισιν χρυσήν, από μαργαριτών ημφιεσμένην, περιθείς και στέφανον επί της εαυτού κεφαλής εκ λίθων και μαργάρων ημφιεσμένον. όπερ καισαρίκιον λέγεται, εκάθισιν επί του σέντζου εν τω χρυσοτρικλίνω.Και γενομένης δοχής, εξήλθεν οστιάριος βαστάζον βεργίον, και εισήξεν αυτούς μετά και του λογοθέτου.Και μετά το διαλεχθήναι αυτοίς τον βασιλέα εξήλθον, και ευθέως εισήχθησαν έτεροι Σκλάβοι Θεσσαλονίκης αρχοντίας και αυτοί υπό ενός οστιαρίου, ον τρόπον και οι προ αυτών.Και διαλεχθείς και αυτοίς ο βασιλεύς, ως εβούλετο, δεδωκώς αυτοίς ανοί ενός εσωφορίου, ως υπηκόοις αυτού, και εξήλθον και αυτοί''.
Συμπερασματικά και ανακεφαλαιωτικά μιλώντας, όλοι οι διπλωματικοί τρόποι που εξεύρισκε το Βυζαντινό Κράτος αποσκοπούσαν να εξάρουν τη μοναδικότητα, την ιερότητα, την πνευματική και υλική ανωτερότητά του έναντι όλων των άλλων μεσαιωνικών ηγεμονιών και από αυτή την άποψη αντικατοπτρίζουν πτυχές της πολιτικής θεωρίας και ιδεολογίας των Βυζαντινών.


Ενδεικτική βιβλιογραφία:1.Hirsch, Konstantin VII Porphyrogenetos, Leipzig, 1873.123 κε.
2.Κρεμμυδάς-Πισπιρίγκου, Ο Μεσαιωνικός κόσμος, εγχειρίδιο Ιστορίας 3, εκδ. Γνώση σ.95 κε.
4.Arnold Toynbee, Constantine Porphyrogenitous and his world.
5.Lioutprand, Antapodosis, book VI, chapter 5.
6.Tamara Talbot-Rice, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος των Βυζαντινών, ελλ. μτφρ. εκδ. Παπαδήμα, σ.62-68.
7.Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου, Περί βασιλείου τάξεως, Ι 89(401.11-40.11 CB.
8.W.Ensslin, Ο αυτοκράτορας και η αυτοκρατορική διοίκηση, σ.427 κε. στο βιβλίο των Bayness-Moss, Eισαγωγή στο Βυζαντινό πολιτισμό.
9.Καραγιαννόπουλος Ι., Το Βυζαντινό κράτος, τ.Α΄,εκδ. Ερμής.
10.Συνεχιστής του Θεοφάνους, έκδ.CB, 95, 96, 97, 98.
11.Sophocles, E.A., Lexicon.
12.Arhweiler Elenne, L' ideologie de l' empire byzantine, (ελλ. μτφρ.)

Η Νομοθεσία των Ισαύρων

Της Αμαλίας Ηλιάδη, Φιλολόγου-Ιστορικού, ΜΑ Βυζαντινής Ιστορίας
9/2/2006


Η Αμαλία Κ. Ηλιάδη γεννήθηκε στα Τρίκαλα Θεσσαλίας το 1967. Σπούδασε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσ/νίκης Ιστορία-Αρχαιολογία με ειδίκευση στην Ιστορία. Πήρε Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ' τη Φιλοσοφική Σχολή του ιδίου Πανεπιστημίου και από το 1992 διδάσκει στη Μέση Εκπαίδευση ως Φιλόλογος. Έχει συγγράψει βιβλία ιστορικού, λογοτεχνικού και παιδαγωγικού περιεχομένου. Παράλληλα, ασχολείται ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική και την ποίηση.


Ο Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος ήταν άνθρωπος ευσεβής. Στην περιοχή της θεολογίας η ευσέβειά του τον οδήγησε στην εικονομαχική αίρεση και στην περιοχή των νόμων στον εξανθρωπισμό της νομοθεσίας. Έτσι έχουμε τον πρώτο σημαντικό βυζαντινό κώδικα νόμων μετά τη νομοθεσία του Ιουστινιανού, την «Εκλογή Νόμων» που θεσπίστηκε από τον αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ στις 31 Μαρτίου του 726 μ.Χ.
Ο κώδικας αυτός έχει 18 τίτλους και περιγράφεται ως «Εκλογή των νόμων εν συντόμω γενομένη... από των του Μεγάλου Ιουστινιανού διατάξεων... και επιδιόρθωσις εις το φιλανθρωπότερον εκτεθείσα». Ακόμα ένας άλλος στόχος της «Εκλογής» είναι η διάσωση και η υπεράσπιση, με τη βοήθεια του Θεού, των αγαθών που υπήρχαν.
Η «Εκλογή» μαζί με τα δύο παραρτήματά της καλύπτει μόνο 97 αραιοτυπωμένες σελίδες (στην έκδοση του Α.Γ.Μομφεράτου, Αθήναι 1889) και προοριζόταν για εγχειρίδιο των δικαστών ιδιαίτερα έξω από την Κωνσταντινούπολη. Αποτελεί μία σύντομη περίληψη του ογκώδους «Ιουστινιάνειου Κώδικα» ο οποίος ήταν δυσνόητος για καθημερινή χρήση. Η «Εκλογή» είναι γραμμένη στην ελληνική γλώσσα.
Οι αρχές της «Εκλογής», όπως τοποθετούνται στην εισαγωγή της, είναι ποτισμένες με ιδέες δικαιοσύνης. Υποστηρίζουν ότι οι δικαστές πρέπει να απέχουν από κάθε ανθρώπινο πάθος και να εκδίδουν πραγματικά δίκαιες και αιτιολογημένες, όπως πρέπει, αποφάσεις. Επίσης οι δικαστές πρέπει να μην καταφρονούν τους φτωχούς ή να αφήνουν ατιμώρητους τους ισχυρούς, όταν αυτοί είναι ένοχοι. Ακόμα πρέπει να αποφεύγουν τη δωροδοκία γι’ αυτό καθορίζεται να πληρώνονται από το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο.
Η «Εκλογή» διατάσσει την εξίσου τιμωρία των εκλεκτών και των κοινών ανθρώπων και των πλουσίων και των φτωχών, ενώ ο Νόμος του Ιουστινιανού συχνά τιμωρεί με διαφορετικές ποινές χωρίς πραγματική αιτιολόγηση.
Οι μεταρρυθμίσεις που εισάγονταν με την «Εκλογή» αναφέρονταν κυρίως στους τομείς του οικογενειακού, κληρονομικού και ποινικού δικαίου και αναμφισβήτητα πήγαζαν από το εθιμικό, που είχε αναπτυχθεί στην αυτοκρατορία μετά τη βασιλεία του Ιουστινιανού Α΄.
Ανάμεσα στις άλλες τροποποιήσεις του δικαίου που ίσχυε προ της «Εκλογής» είναι αξιοσημείωτες αυτές που ρυθμίζουν το γάμο. Σύμφωνα με το κλασικό ρωμαϊκό δίκαιο η νόμιμη ηλικία γάμου ήταν για τα αγόρια τα 14 χρόνια και για τα κορίτσια τα 12. Η «Εκλογή» καθιερώνει αντίστοιχα τις ηλικίες των 15 και 13 ετών. Άλλες διατάξεις καθόριζαν τα συμβόλαια του γάμου, την προίκα, το δώρο του γαμπρού, τους μάρτυρες και άλλες λεπτομέρειες όπως τους βαθμούς συγγένειας που δεν επιτρέπονταν να συνάψουν γάμο.
Η «Εκλογή» αναθεωρώντας την προηγούμενη νομοθεσία όριζε ως μόνους λόγους διαζυγίου τη μοιχεία, την επιβουλή της ζωής του ενός συζύγου από τον άλλο, τη λέπρα και την ανικανότητα του συζύγου (όχι τη φρενοβλάβεια).
Η «Εκλογή» περιλαμβάνει διατάξεις που ρυθμίζουν τις δωρεές, τις διαθήκες, τη χειραφέτηση των παιδιών και των σκλάβων, τις συμβάσεις, τα δάνεια, την εμφύτευση, την απόδειξη με μάρτυρες, τις περιουσίες των στρατιωτών, τις ποινές που απειλούνται για τα εγκλήματα και το μοίρασμα της πολεμικής λείας.
Άλλες καινοτομίες της «Εκλογής» ευνοούν τα ασθενέστερα στρώματα. Έτσι η πατρική εξουσία περιορίζεται σημαντικά, τα δικαιώματα της συζύγου και των τέκνων αυξάνουν και ο γάμος προστατεύεται περισσότερο. Η προστασία των ορφανών για τα οποία οι γονείς δεν διόρισαν επίτροπο ανατίθεται στην εκκλησία.
Παρ’ όλο που ο Λέων καυχάται ότι αναθεώρησε τους προγενέστερους νόμους «εις το φιλανθρωπότερον» εισήγαγε, πιθανόν από ανατολική επίδραση, για πρώτη φορά στο ρωμαϊκό δίκαιο μερικές βάρβαρες ποινές, όπως την αποκοπή της γλώσσας για ψευδορκία, την τύφλωση για κλοπή πραγμάτων αφιερωμένων στη λατρεία, την αποκοπή του ενός χεριού για παραχάραξη κ.ά.
Προβάλλεται συχνά ως ελαφρυντικό για την επιβολή τέτοιων φρικτών ποινών ότι καθιερώθηκαν ως υποκατάστατα της ποινής του θανάτου. Πάντως είναι αμφισβητήσιμο αν δεν πρέπει να προτιμηθεί ο θάνατος από μια τόσο σκληρή μεταχείριση. Εξάλλου η «Εκλογή» προέβλεπε την ποινή του θανάτου για ένα μεγάλο αριθμό εγκληματιών, όπως για ορισμένες περιπτώσεις αιμομιξίας, τη φαρμακεία (δηλητηριασμό), τη μαγεία, την ανθρωποκτονία εκ προμελέτης, τη ληστεία, τη λιποταξία στρατιωτών κ.ά.
Παρόλο που είναι δύσκολο να συμβιβαστεί η απανθρωπιά αυτών με τις προθέσεις που διακηρύσσει η «Εκλογή», την έχουν περιγράψει ως τον «πρώτο χριστιανικό κώδικα νόμων» πιθανόν κυρίως για τον πρόλογό της και γιατί παραθέτει βιβλικά χωρία κυρίως από την Παλαιά Διαθήκη.
Παρ’ όλη την έμφαση που δίνει στην Παλαιά Διαθήκη η «Εκλογή» είναι πολύ δυσμενής για τους Εβραίους που όχι μόνο αποκλείονταν από οποιονδήποτε τίτλο, τιμητική διάκριση ή δημόσια θέση, αλλά επιπλέον τιμωρούνταν με αποκεφαλισμό αν προσπαθούσαν να προσηλυτίσουν κάποιο χριστιανό.
Οι μεταγενέστεροι αυτοκράτορες παραμέρισαν την «Εκλογή», επειδή οι θεσμοθέτες της ήταν εικονομάχοι παρόλο που δεν αναφέρουν πουθενά στην «Εκλογή» τις απόψεις τους για τις εικόνες.
Οι μεταγενέστεροι όμως κώδικες επηρεάστηκαν σημαντικά από την «Εκλογή».
Επειδή η ειδωλολατρία ήταν πολύ ισχυρή στο τέλος του 7ου αιώνα ο Λέων Γ΄ αναγκάστηκε να συμπεριλάβει στο τέλος της «Εκλογής» ένα παράρτημα που περιείχε σε ελληνική μετάφραση τους αντιειδωλολατρικούς νόμους του Ιουστινιάνειου Κώδικα. Σ’ αυτό απαγορεύονται ειδωλολατρικές τελετές, η μαγεία και η αστρολογία.
Τον 8ο και 9ο αιώνα μέχρι την άνοδο στο Μακεδονικής Δυναστείας η «Εκλογή» χρησιμοποιήθηκε ως εγχειρίδιο για τη διδασκαλία του Δικαίου αντικαθιστώντας τις Εισηγήσεις του Ιουστινιανού.
Τέλος είναι φανερή η επίδραση της «Εκλογής» στη Ρωσική και γενικότερα στη Σλαβική νομοθεσία.
Με τη δυναστεία των Ισαύρων και κυρίως με το Λέοντα Γ΄ οι επιστήμονες συσχετίζουν άλλα τρία νομοθετικά έργα: Τον «Νόμον Γεωργικόν», τον «Νόμον Στρατιωτικόν» και τον «Νόμον Ροδίων Ναυτικόν».
Ο «Γεωργικός Νόμος» συγκεντρώνει τη μεγαλύτερη προσοχή. Το έργο αυτό είναι μια συλλογή κανόνων που ρυθμίζουν την αγροτική ζωή και που ασχολούνται με κοινά αδικήματα των αγροτών. Κυρίως ασχολείται με διάφορες κατηγορίες κλεπτών μικροπραγμάτων και φρούτων, με παραβάσεις και απροσεξίες των βοσκών, με ζημίες που γίνονταν στα ζώα ή ζημίες που προκαλούσαν τα ζώα.
Αναφέρεται όμως και σε διάφορα νέα φαινόμενα: Στην προσωπική ιδιοκτησία των αγροτών, στην κοινή ιδιοκτησία, στην κατάργηση της καταναγκαστικής εργασίας και στην καθιέρωση της ελευθερίας της μετακινήσεως.
Σύμφωνα με τον «Νόμο Γεωργικό» οι «γεωργοί», προς τους οποίους υποτίθεται ότι απευθυνόταν, ήταν κύριοι της γης τους (που σ’ αυτήν συμπεριλαμβάνονταν οι αγροί, τα αμπέλια, οι κήποι και τα δάση), των ποιμνίων και των δούλων τους. Ήταν δηλαδή ελεύθεροι καλλιεργητές και όχι «πάροικοι», είχαν απεριόριστη και κληρονομική κυριότητα της περιουσίας τους, και ήταν ελεύθεροι να μετακινούνται όπου ήθελαν. Επίσης, οι γεωργοί ήταν οργανωμένοι σε «κοινότητες, που είχαν στην κυριότητα και χρήση τους κοινόκτητα βοσκοτόπια, και εκμίσθωναν την εργασία των βοσκών, που φύλαγαν τα ζώα των διαφόρων γεωργών. Τα μέλη της κοινότητας ήταν συλλογικώς υπεύθυνα για την καταβολή του ομαδικού φόρου που είχε επιδικασθεί στην κοινότητα και ήταν υποχρεωμένα να καταβάλλουν τα ποσά τα οποία αναλογούσαν σε μέλη που χρωστούσαν.
Ο Diehl στο έργο του «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» υποστηρίζει ότι ο «Γεωργικός Νόμος» είχε σκοπό να συγκρατήσει την ανησυχητική ανάπτυξη των μεγάλων ιδιοκτησιών, την εξαφάνιση των ελεύθερων μικροϊδιοκτητών και να εξασφαλίσει στους αγρότες καλύτερες συνθήκες ζωής.
Ο «Ναυτικός Νόμος» η όπως μερικές φορές ονομάζεται στα χειρόγραφα ο «Νόμος Ροδίων Ναυτικός» είναι ένας Νόμος που ρυθμίζει την Εμπορική Ναυτιλία. Ο Κώδικας αυτός στο σύνολό του στηρίζεται σε τοπικά έθιμα και επηρεάζεται μερικώς από τον Ιουστινιάνειο Κώδικα.
Ο «Στρατιωτικός Νόμος» αποτελεί απόσπασμα από την ελληνική παράφραση του Πανδέκτη και τον Κώδικα του Ιουστινιανού, της «Εκλογής» και άλλων μεταγενέστερων πηγών. Αποτελείται κυρίως από μια απαρίθμηση ποινών που προορίζονταν για όσους υπηρετούσαν στο στρατό και για διάφορα παραπτώματα, όπως π.χ. για την ανταρσία, την ανυπακοή, τη φυγή και τη μοιχεία. Οι ποινές είναι εξαιρετικά αυστηρές και, εάν η γνώμη των επιστημόνων ότι ο Νόμος αυτός ανήκει στη Δυναστεία των Ισαύρων ήταν σωστή, θα αποτελούσαν μια εξαιρετική ένδειξη της αυστηρής στρατιωτικής πειθαρχίας την οποία εισήγαγε ο Λέων Γ΄. Δυστυχώς όμως οι ανεπαρκείς πληροφορίες δεν βοηθούν στην ενίσχυση της θέσεως ότι ο νόμος ανήκει σ’ αυτή την περίοδο.
Γενικά ό,τι ειπώθηκε σχετικά με το «Γεωργικό Νόμο», τον «Ναυτικό» και το «Στρατιωτικό Νόμο» μπορεί να συνοψιστεί στο ότι κανείς απ’ αυτούς τους τρεις μικρούς Κώδικες δεν μπορεί να γίνει δεκτός με βεβαιότητα ως έργο την εποχής των Ισαύρων Αυτοκρατόρων.
Η νομοθεσία των Ισαύρων είναι δημιούργημα μιας πολύ κρίσιμης για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία εποχής. Οι κίνδυνοι όχι μόνο από όλα τα σημεία του ορίζοντα αλλά και μέσα από την ίδια την Αυτοκρατορία ήταν πολλοί και μεγάλοι. Οι Ίσαυροι με τη νομοθεσία τους ανταποκρίθηκαν αποτελεσματικά σ’ αυτή την κρισιμότητα των καιρών. Όχι μόνο έσωσαν την αυτοκρατορία από τους κάθε λογής κινδύνους αλλά και έθεσαν τις βάσεις της μετέπειτα Βυζαντινής Εποποιίας, στη διάρκεια της οποίας η Βυζαντινή Αυτοκρατορία έφτασε στην πιο μεγάλη της ακμή.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία
1) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Η΄, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1979.
2) Α.Α.Βασίλιεφ, «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 324-1453 μ.X.». Εκδόσεις «Πάπυρος Πρεςς Ε.Π.Ε.», Αθήνα 1971.
3) Στήβεν Ράνσιμαν, «Βυζαντινός Πολιτισμός». Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 1979.
4) Ελένη Γλύκαντζη-Αρβελέρ, «Η Πολιτική Ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», Δεύτερη έκδοση. Εκδόσεις «Αργώ», Αθήνα 1977.
5) Ιστορία Ρωμαϊκή και Βυζαντινή (46 π.Χ.-1453 μ.Χ.). ISBN 960-06-0249-2.

Ο θεμέλιος λίθος της βυζαντινής νομισματολογίας

Ένα σπουδαίο βιβλίο του Philip Grierson, που υπήρξε ο κορυφαίος μελετητής του 20ού αι. στα βυζαντινά και μεσαιωνικά νομίσματα

ΓΙΟΡΚΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ


Philip Grierson
Bυζαντινή Nομισματοκοπία
μετ.: Bαγγέλης Mαλαδάκης
Θεώρηση μετάφρασης: Kωστούλα Σκλαβενίτη
εκδ. Mορφωτικό Ιδρυμα Eθνικής Tραπέζης, σελ. 100


O Philip Grierson (1910 - 2006), μέχρι λίγους μήνες πριν από τον θάνατο του, συνήθιζε να τρώει πίτσα και να βλέπει ταινίες με τους φοιτητές του Πανεπιστημίου του Cambridge, να κάνει ποδήλατο στους δρόμους της πανεπιστημιούπολης και να διηγείται με απίστευτο χιούμορ ιστορίες από τη ζωή του, έφηβος στο σώμα και το μυαλό στα 95 του χρόνια.
O Grierson είναι χωρίς αμφιβολία ο μεγαλύτερος νομισματολόγος του 20ού αι., ο κορυφαίος μελετητής των βυζαντινών και μεσαιωνικών νομισμάτων και το τεράστιο σε ποικιλία και όγκο έργο του αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της βυζαντινής νομισματικής. Διετέλεσε καθηγητής στα πανεπιστήμια του Cambridge και των Bρυξελλών, και ήταν σύμβούλος βυζαντινής νομισματικής στο μεγάλο κέντρο βυζαντινών ερευνών Dumbarton Oaks, στην Washington. Mελίρρητος και προσηνής στην καθημερινότητά του, ακούραστος στην έρευνα και χαλκέντερος στην επιστημονική παραγωγή, ο Philip Grierson άφησε πίσω του ένα κολοσσιαίο έργο, η σημασία του οποίου στην πρόοδο και τη μεθοδολογική οργάνωση της νομισματικής επιστήμης είναι αδύνατον να αναπτυχθεί στο πλαίσιο του σύντομου αυτού σημειώματος.


Ανεκτίμητα βοηθήματα
Tα Συντάγματα Bυζαντινών Nομισμάτων της Συλλογής του Dumbarton Oaks, της μεγαλύτερης Συλλογής βυζαντινών νομισμάτων στον κόσμο, που εξέδωσε, παραμένουν αξεπέραστα και αποτελούν τα πλέον χρήσιμα εργαλεία δουλειάς και τα πιο σταθερά σημεία αναφοράς για κάθε νομισματολόγο της περιόδου αυτής. Aνάμεσα στα αμέτρητα έργα του, ανεκτίμητα βοηθήματα για τους ειδικούς αποτελούν, ακόμη: το Σύνταγμα Yστερορωμαϊκών Nομισμάτων της παραπάνω Συλλογής και οι πολύτιμοι κατάλογοι δυτικών μεσαιωνικών νομισμάτων του Fitzwilliam Museum του Cambridge, στο οποίο και εδώρησε την απαράμιλλη σε πλούτο και πληρότητα προσωπική του νομισματική συλλογή.


Πρόσφατα, το Mορφωτικό Ιδρυμα Eθνικής Tραπέζης προχώρησε στην έκδοση της «Bυζαντινής Nομισματοκοπίας» του, (Byzantine Coinage, Dumbarton Oaks Research Library and Collection, Washington, D.C. 1999). Xωρισμένο σε δύο μέρη, το έργο παρουσιάζει κατά πρώτον την ιστορία του βυζαντινού νομίσματος και τις υποδιαιρέσεις του κατά μέταλλο. Στην πρώτη αυτήν ενότητα αναπτύσσονται τα ενδιαφέροντα ζητήματα της λειτουργίας των βυζαντινών νομισματοκοπείων και της νομισματικής παραγωγής, καθώς η κοπή νομίσματος στο Bυζάντιο, η οποία αποτελούσε αποκλειστική αρμοδιότητα και ευθύνη της αυτοκρατορικής εξουσίας, προστατευόταν από ένα αυστηρό σύστημα κρατικών ελέγχων. H δεύτερη ενότητα μυεί τον αναγνώστη στον κόσμο της ιδεολογίας και της προπαγάνδας του βυζαντινού νομίσματος, αναπτύσσοντας τα ζητήματα της εικονογραφίας και των επιγραφών του, ως τα δύο μέρη ενός όλου, του ισχυρού συμβολισμού του νομίσματος μιας μεγάλης αυτοκρατορίας.

Το νομισματικό σύστημα
Το έργο περιλαμβάνει ακόμη δύο ενδιαφέροντα επίμετρα. Στο πρώτο παρουσιάζεται το βυζαντινό νομισματικό σύστημα, οι ισοτιμίες, δηλαδή, των νομισμάτων και των υποδιαιρέσεών τους σε διάφορες χρονικές περιόδους του Bυζαντίου, ενώ το δεύτερο αποτελεί έναν πίνακα των βυζαντινών αυτοκρατόρων και των ετών βασιλείας τους. H «Bυζαντινή Nομισματοκοπία» ολοκληρώνεται με ένα χρήσιμο γλωσσάριο όρων και ένα σημείωμα για τη συγκρότηση, τον εμπλουτισμό και το τιτάνιο έργο της έκδοσης της νομισματικής Συλλογής του Dumbarton Oaks, που κατά κύριο λόγο έγινε από τον Philip Grierson, αλλά και τους A. Bellinger, M. Hendy και Melinda Mays.
Tα μικρά ελλείματα στην απόδοση της ελληνικής νομισματικής και οικονομικής ορολογίας και οι λίγες ορθογραφικές αβλεψίες δεν στερούν τίποτα από τη χρηστικότητα του καλαίσθητου αυτού και ευσύνοπτου εγχειριδίου, που αποτελεί ένα υπεύθυνο σημείο αναφοράς για κάθε μελετητή του Bυζαντίου, αλλά και ένα σοβαρό εισαγωγικό έργο για κάθε αναγνώστη, που επιθυμεί να μυηθεί στον «μυστικό» και τόσο γοητευτικό κόσμο των βυζαντινών νομισμάτων.


* Η κ. Γιόρκα Nικολάου είναι νομισματολόγος - βυζαντινολόγος στο Nομισματικό Mουσείο.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ,11.12.07

Σόλιδος : Το δολάριο του Μεσαίωνα

Ο σόλιδος, το βυζαντινό χρυσό νόμισμα, παρουσιάζει ως μέσο συναλλαγής μια πολύμορφη δραστηριότητα σε επίπεδο διακρατικών, κρατικών και ιδιωτικών συναλλαγών. Η σχεδόν μυθική αίγλη που το περιβάλλει τονίζεται με εκατοντάδες ενδιαφέροντα παραδείγματα, τα οποία χρονολογούνται από τον 4ο αιώνα μ.Χ. ως και την ύστερη φάση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας .

ΒΑΣΩ ΠΕΝΝΑ

Η παρέμβαση του Μ. Κωνσταντίνου στο ιστορικό γίγνεσθαι της Ευρώπης άνοιξε καινούργιους ορίζοντες στην κοινωνική, πολιτική, οικονομική και νομισματική Ιστορία της Ευρώπης. Το Βυζάντιο, προϊόν διασταύρωσης της Ρώμης και του Ελληνισμού, με συνεκτικό κρίκο τη χριστιανική θρησκεία, κατέληξε σε μια αυτόνομη πολιτισμική οντότητα του Μεσαίωνα. Ζωντανός οργανισμός, δημιούργησε σταδιακά δική του δυναμική πρωτοβουλία και όρισε πρωτότυπους θεσμούς και δομές λειτουργίας με επίκεντρο τον αυτοκράτορα, τον ακρογωνιαίο λίθο του πολιτειακού του οικοδομήματος.
Κράτος πολυεθνικό το Βυζάντιο έγινε συναπάντημα λαών και εθνών, σταυροδρόμι δοξασιών και διαφορετικών τρόπων ζωής, κράμα παραδόσεων και πολιτισμών. Το βυζαντινό επίτευγμα στηρίχθηκε στο «ομόδοξον» και στο «ομόγλωσσον», στη χριστιανική θρησκεία και στην ελληνική γλώσσα. Η βυζαντινή πολιτεία, με ηθικούς υποστηρικτές τους δύο παραπάνω παράγοντες και με την έμπρακτη ισχύ της πολιτικής και πολιτειακής διάρθρωσης του κράτους, παγίωσε το «ομότροπον», τη συγκρότηση δηλαδή ενιαίας ανθρώπινης κοινότητας. Στο πλαίσιο των διαφοροποιήσεων του ρωμαϊκού παραδοσιακού κόσμου και του νέου καθεστώτος που εγκαινίασε ο Κωνσταντίνος και το οποίο έμελλε να ονομαστεί από τους σύγχρονους ιστορικούς βυζαντινός κόσμος, το νόμισμα απέκτησε τον δικό του ιδιότυπο χαρακτήρα και έπαιξε τον δικό του ρόλο στο ιστορικό γίγνεσθαι της εποχής.


Πηγή γνώσης
Τα λόγια του γεωγράφου μοναχού και πρώην εμπόρου Κοσμά Ινδικοπλεύστη (6ος αιώνας) δίνουν ίσως τον πιο εμπεριστατωμένο ορισμό και την πιο ανάγλυφη περιγραφή των κύριων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων του βυζαντινού νομίσματος: «Ετερον δε σημείον δυναστείας των Ρωμαίων ο αυτοίς κεχάρισται ο Θεός, λέγω δη ότι εν τω νομίσματι αιτών εμπορεύονται πάντα τα έθνη και εν παντί τόπω απ' άκρου γης έως άκρου γης δεκτόν εστι, θαυμαζόμενον παρά παντός ανθρώπου και πάσης βασιλείας, όπερ ετέρα βασιλεία ουχ υπάρχει το τοιούτο». Το βυζαντινό νόμισμα περιγράφεται δηλαδή ως θείο δώρο και χαρακτηρίζεται ως διεθνής νομισματική μονάδα, κατάλληλη για τη διεκπεραίωση μεγάλων εμπορικών συναλλαγών.
Αδιάψευστος μάρτυρας της εποχής του το βυζαντινό νόμισμα συμπληρώνει τις γραπτές πηγές και δίνει ουσιαστικές πληροφορίες για την επίσημη νομισματική πολιτική της αυτοκρατορίας, η οποία, αν και επηρεαζόταν άμεσα από την οικονομική πολιτική, αποτελούσε έναν ξεχωριστό και ανεξάρτητο τομέα της κρατικής μηχανής. Οι νομισματικές μεταρρυθμίσεις, η πιστή και λεπτομερής τήρηση των αντιστοιχιών μεταξύ των διάφορων νομισματικών μονάδων ή υποδιαιρέσεων καθώς και ο έλεγχος της παραγωγής και της διακίνησης του νομίσματος αποτελούσαν εκφράσεις της πολιτικής αυτής. Ενδείξεις αποτυπωμένες στην επιφάνεια των ίδιων των νομισμάτων υποδηλώνουν ότι οι διαδικασίες του ελέγχου παραγωγής τους ήταν ιδιαίτερα συστηματικές και εξελιγμένες.
Η διακίνηση του βυζαντινού νομίσματος χωρίς την παρεμβολή ιδιωτικών φορέων με τραπεζιτικά ενδιαφέροντα ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τις εκάστοτε τάσεις της κρατικής νομισματικής πολιτικής. Ο σόλιδος, το βυζαντινό χρυσό νόμισμα, το δολάριο του Μεσαίωνα, όπως αποκαλείται σήμερα από τους ιστορικούς, παρουσιάζει ως μέσο συναλλαγής μια πολύμορφη δραστηριότητα σε επίπεδο διακρατικών, κρατικών και ιδιωτικών συναλλαγών. Σε διακρατικό επίπεδο είχε τεράστιο κύρος και στα χέρια των ειδικών υπαλλήλων του κράτους έγινε όπλο ποικίλων αγοραστικών διεκδικήσεων, οι οποίες διευκόλυναν τον ανεφοδιασμό του κράτους. Η ανεύρεση νομισματικών «θησαυρών» εκτός των εκάστοτε συνόρων της αυτοκρατορίας, σε ακτίνα που φθάνει από τη Βόρεια Θάλασσα ως τον Ινδικό Ωκεανό, είναι αρκετά ενδεικτική της ευρείας διακίνησης του νομίσματος, στο πλαίσιο επίσημων εμπορικών, διπλωματικών και στρατιωτικών συναλλαγών. Η σχεδόν μυθική αίγλη που περιβάλλει το χρυσό βυζαντινό νόμισμα τονίζεται με εκατοντάδες ενδιαφέροντα παραδείγματα, τα οποία χρονολογούνται από τον 4ο αιώνα μ.Χ. ως και την ύστερη φάση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και τα οποία άλλοτε κινούνται στη σφαίρα της ηθικογραφικής διήγησης και άλλοτε στο πλαίσιο κρατικών και επίσημων διατάξεων. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια ενός αξιωματούχου, του Νικηφόρου Β', προς τον Liutprand της Κρεμόνας: «Με το νόμισμά μας είμαστε τόσο δυνατοί που θα μπορούσαμε να ενώσουμε όλα τα έθνη εναντίον σου και να σε συνθλίψουμε σαν πήλινο αγγείο, σε τέτοιο βαθμό που έτσι και σπάσει δεν θα μπορέσει ποτέ πια να συγκολληθεί». Αργότερα ο Ψελλός παρατηρεί ότι δύο είναι οι κύριοι παράγοντες της διατήρησης της ρωμαϊκής ηγεμονίας: «Η των αξιωμάτων φήμη και χρημάτων».


Προσπάθειες απομίμησης
Το κύρος του βυζαντινού σόλιδου αλλά και των άλλων νομισματικών υποδιαιρέσεων ήταν μεγάλο και οι προσπάθειες απομίμησής τους πολλές. Σε ό,τι αφορά τη Δυτική Ευρώπη, οι εισβολείς που την απομάκρυναν από το ρωμαϊκό παρελθόν της προσπάθησαν και κατάφεραν να μιμηθούν το βυζαντινό σόλιδο, άλλοτε με περισσότερη και άλλοτε με λιγότερη επιτυχία. Γότθοι της Ιταλίας, Βησιγότθοι της Ιβηρικής Χερσονήσου, Λομβαρδοί, Γαλάτες, πρίγκιπες Μεροβιγκιανοί αλλά και αργότερα Βαράγγοι και άλλοι μισθοφόροι του βυζαντινού στρατού μιμήθηκαν κατά περίπτωσιν το χρυσό, ασημένιο ή χάλκινο βυζαντινό νόμισμα και σταδιακά ανέπτυξαν τη δική τους νομισματοκοπία. Παράλληλα, ο καθαρόαιμος βυζαντινός σόλιδος γνώρισε εξαιρετικά μεγάλη ζήτηση στις περιοχές αυτές.
Στην Ανατολή η κατάσταση εξελίχθηκε λίγο διαφορετικά. Η κυκλοφορία του σόλιδου στον αραβικό κόσμο ήταν σχεδόν αποκλειστική ως τη νομισματική μεταρρύθμιση του χαλίφη Abd al Malik (685-705), μια μεταρρύθμιση που εμπνεύστηκε ιδιαίτερα από το βυζαντινό νομισματικό σύστημα και η οποία στα πρώτα βήματά της ακολούθησε την εικονογραφία των βυζαντινών νομισμάτων. Πολιτικοί και εμπορικοί ανταγωνισμοί, κυρίως όμως θρησκευτικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, γρήγορα οδήγησαν τον αραβικό κόσμο στην καθιέρωση της δικής του νομισματικής εικονογραφίας. Ωστόσο, ο σχετικά σημαντικός αριθμός των βυζαντινών νομισμάτων, κυρίως ασημένιων και χάλκινων με αραβικές επισημάνσεις, υποδηλώνει ότι το βυζαντινό νόμισμα αποτελούσε πολύτιμη επένδυση σε αυτή την περιοχή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση των νομισματικών εκδόσεων ορισμένων τουρκομάνων ηγεμόνων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι σε περιοχές που σήμερα αντιστοιχούν στη Βόρεια Συρία και στο Ιράκ. Πολλές από τις νομισματικές αυτές εκδόσεις, που χρονολογούνται στον 12ο αιώνα, φέρουν παραστάσεις άμεσα επηρεασμένες από σύγχρονα ή παλαιότερα βυζαντινά νομίσματα.


Παρακμή και πτώση
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης και οι λατινικές απομιμήσεις, τα χάλκινα δηλαδή νομίσματα, τα οποία κόπηκαν από τους λατίνους κατακτητές της Κωνσταντινούπολης (1204-1261) σε απομίμηση των βυζαντινών νομισματικών εκδόσεων του 12ου αιώνα. Η έκδοσή τους καθιερώθηκε για πρακτικούς λόγους και απέβλεπε, πέρα από πολιτικές σκοπιμότητες, στη διευκόλυνση των εμπορικών συναλλαγών σε μια περιοχή που είχε κατακλυστεί από αλλοδαπούς επιχειρηματίες, στα όρια της άλλοτε Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η αποφυγή κοπής εκ μέρους των δυτικών νομισμάτων κατά τα δυτικά πρότυπα εξασφάλιζε ισορροπίες συναλλαγματικού χαρακτήρα και, συνεπώς, οι λατινικές απομιμήσεις αποτελούσαν ένα «κατά συνθήκη» ενιαίο νόμισμα. Σε λίγο η νομισματική ιστορία της Δύσης θα πάρει τον πρωταγωνιστικό ρόλο και οι λατινικές απομιμήσεις μοιάζουν να αποτελούν το κύκνειο άσμα του άλλοτε ισχυρού βυζαντινού νομίσματος.
Η ανακατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως το 1261 από τον Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο άνοιξε καινούργιο κεφάλαιο ­ ουσιαστικά τον επίλογο ­ στην ιστορία της βυζαντινής νομισματικής. Η περίοδος ως το 1453 γνώρισε αρκετές αναπροσαρμογές οικονομικής και νομισματικής φύσεως, οι οποίες προήλθαν από τον συνδυασμό πολλών εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων. Η σταδιακή εδαφική συρρίκνωση της αυτοκρατορίας, η γεωγραφική ασυνέχεια των διάφορων περιοχών της, η περίπλοκη πολιτική και δυναστική ιστορία της περιόδου που περιστρεφόταν μηχανικά και αδέξια γύρω από μια συνεχή προσπάθεια ανάκτησης της παλιάς εδαφικής επικράτειας, ο πλουραλισμός της νομισματικής κυκλοφορίας κυρίως στον ελλαδικό και νησιωτικό χώρο, η έντονη διείσδυση δυτικού χρήματος και η οριστική μετατόπιση της εμπορικής δραστηριότητας σε δυτικά χέρια είναι μερικά από τα στοιχεία που προκάλεσαν αυτές τις ανακατατάξεις και τα οποία οδήγησαν σταδιακά στην παρακμή του βυζαντινού νομισματικού συστήματος. *


* Η κυρία Βάσω Πέννα είναι βυζαντινολόγος-νομισματολόγος.

ΤΟ ΒΗΜΑ, 31.12.2000

Συνοδικότητα και παρεπόμενα

Ι. Μ. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ

Τον τελευταίο καιρό γίνεται πολύς λόγος για τη συνοδικότητα. Πράγματι, Εκκλησία και συνοδικότητα αποτελούν έννοιες αλληλένδετες. Διότι η Εκκλησία, στο σύνολό της, ζει συνοδικώς, με συνοδοιπορία του κλήρου και του λαού, με συνοδοιπορία και συναπόφαση των Επισκόπων της. Και όπως έχει ορθώς παρατηρηθεί «η συνοδικότητα προϋπάρχει και συνυπάρχει με τη λειτουργία του σώματος της Εκκλησίας, είναι στοιχείο πρωταρχικό και ουσιαστικό της δομής της».
Προ δεκαετίας, στις 9 Μαΐου 1998, εντός του Καθεδρικού Ναού των Αθηνών, είχαν ακουσθεί, μεταξύ πολλών άλλων, και οι εξής λόγοι: «Η αναβάθμιση κατά ταύτα του ρόλου της Ιεραρχίας μέσα στο όλο διοικητικό σύστημα της Εκκλησίας προβάλλει σαν επιτακτική προτεραιότητα... Το συνοδικό σύστημα διοικήσεως δεν προσφέρει μόνο δυνατότητες αξιοποίησης όλων των δυνάμεων, ούτε απλώς εξασφαλίζει τις δημοκρατικές δομές επί των οποίων εδράζεται το πολίτευμα της Εκκλησίας, αλλ' αποτρέπει και από κάθε είδος ηγεμονισμού και κυριαρχίας του ενός επί των άλλων... Πολλοί Ιεράρχες και λοιποί κληρικοί όλων των βαθμών και λαϊκοί, ενεργά μέλη της Εκκλησίας, αισθάνονται απωθημένοι στο περιθώριο των εκκλησιαστικών και κοινωνικών εξελίξεων... Κηρύσσω από τη θέση αυτή πανστρατιά σύναξης των ικανών, των χαρισματικών και των αξίων...».
Προ ολίγων δε εβδομάδων, στις 16 Φεβρουαρίου 2008, στον ίδιο ακριβώς χώρο και με ανάλογη αφορμή, για το ίδιο θέμα ελέχθησαν και τα ακόλουθα: «... Ο Αρχιεπίσκοπος ως Πρόεδρος έχει καθήκον να διασφαλίζει τη λειτουργία του συνοδικού συστήματος και ως πρώτος μεταξύ ίσων να είναι ο εγγυητής της εύρυθμης λειτουργίας του... ώστε αυτό το συνοδικό πνεύμα να διαποτίζει κάθε πτυχή του εκκλησιαστικού βίου και να καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν όλες οι δομές της εκκλησιαστικής πραγματικότητας... Ομως αυτό, εκ της φύσεώς του, διασώζεται μόνο με κοινή προσπάθεια και συναντίληψη. Παρακαλώ λοιπόν εκ μέσης καρδίας ο καθένας μας να συμβάλλει υπεύθυνα και με συναίσθηση της πνευματικής ευθύνης στην ουσιαστική και έμπρακτη λειτουργία του συνοδικού μας συστήματος».
Πρόκειται, όπως ίσως έγινε ήδη αντιληπτό, για δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τους ενθρονιστήριους λόγους του μακαριστού Αρχιεπισκόπου κυρού Χριστοδούλου και του νέου Προκαθημένου της Εκκλησίας της Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, των δύο δηλ. Αρχιεπισκόπων που εκλέχθηκαν μετά τη μεταπολίτευση από το σώμα της Ιεραρχίας.
Από τα χωρία που παρατέθηκαν προκύπτει ότι και οι δύο Προκαθήμενοι εκθειάζουν το συνοδικό σύστημα, εμμέσως, όμως, πλην σαφώς, και οι δύο, με διαφορετικό ασφαλώς ύφος ο καθένας, εκφράζουν επιφυλάξεις για το εύρος και την ποιότητα του συνοδικού συστήματος επί των ημερών των προκατόχων τους...
Είναι προφανές, αλλά και αίτημα των καιρών, ότι προϋπόθεση της συνοδικότητας είναι η αποκατάσταση στην πράξη της ισοτιμίας των συνοδικών Μητροπολιτών. Τούτο μόνο μπορεί να οδηγήσει σε σύνθεση απόψεων, σε αρμονία και τελικώς στην ενότητα του σώματος της Εκκλησίας.
Είναι, όμως, εξίσου προφανές ότι τούτο έχει να κάνει όχι μόνο με την προσωπικότητα του εκάστοτε Αρχιεπισκόπου ως Προέδρου της Συνόδου, αλλά κυρίως με την παρρησία, την ακεραιότητα και γενικώς το ήθος των συνοδικών μελών, των Μητροπολιτών δηλ. της Εκκλησίας της Ελλάδος. Η αξιοποίηση των Ιεραρχών δεν λύνεται με τον πολλαπλασιασμό των Συνοδικών Επιτροπών, ούτε με τη διαίρεση του σώματος των Επισκόπων σε αλληλοϋποβλεπόμενες ομάδες.
Κοινή διαπίστωση αποτελεί ότι τις τελευταίες δεκαετίες έχει επέλθει στρέβλωση του επισκοποσυνοδικού πολιτεύματος της Εκκλησίας με τη μεταβολή του σε αρχιεπισκοποκεντρικό. Τούτο εκδηλώνεται κυρίως με την εκλογή στους μητροπολιτικούς θώκους των εκλεκτών του εκάστοτε Αρχιεπισκόπου, με παντελή παραγνώριση, αν όχι περιφρόνηση, του αισθήματος και του φρονήματος του πληρώματος της Εκκλησίας, του κλήρου και του λαού του Θεού. Με τον τρόπο αυτόν κλονίζονται τα θεμέλια της Ορθόδοξης εκκλησιολογίας και του συνοδικού συστήματος και η εκλογή των Αρχιερέων καταντά τελικώς εμπαιγμός του Αγίου Πνεύματος...
Πρώτο μέλημα, λοιπόν, της νέας εκκλησιαστικής διοικήσεως πρέπει να αποτελέσει να καταστούν οι Ιεράρχες ελεύθεροι να αναδείξουν νέους Επισκόπους, πραγματικά «αγίους», γνήσιους διαδόχους των Αποστόλων και των Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι επείγουσα ανάγκη να εκλεγούν οι άριστοι, ώστε να στελεχωθεί Ιεραρχία ικανή να αντιμετωπίσει τα προβλήματα των καιρών. Η ψήφος κάθε Αρχιερέα πρέπει να σημαίνει εκδήλωση της προσωπικής του υπευθυνότητας και να τελεί σε συμφωνία μόνο με τους Ιερούς Κανόνες και τη μακραίωνη εκκλησιαστική παράδοση.
Ας ελπίζουμε, λοιπόν, ότι ήρθε η ώρα να γίνουν ρηξικέλευθες τομές. Οι οποίες πρέπει ασφαλώς να ξεκινήσουν με την τροποποίηση των διαδικασιών της εκλογής των Επισκόπων, οι οποίοι, όλως αντικανονικώς, με πράξη της Πολιτείας από το 1928, έχουν ονομασθεί ανεξαιρέτως Μητροπολίτες.
Το έργο που αναδέχεται ο νέος Αρχιεπίσκοπος είναι εξαιρετικώς δυσχερές και λεπτό. Και τούτο διότι η Σύνοδος δεν μπορεί ασφαλώς να αποτελεί λόχο που να στοιχίζεται υπό τα παραγγέλματα του εκάστοτε Προέδρου της, ούτε όμως μπορεί να παραλύει τη διοίκηση της Εκκλησίας και να φαλκιδεύει πρωτοβουλίες του Αρχιεπισκόπου και Προέδρου της. Τον οποίο, για τέτοιες προφανώς περιπτώσεις, ο Καταστατικός Χάρτης έχει εξοπλίσει με την προνομία να συγκαλεί ο ίδιος, άνευ ετέρου, εκτάκτως την ανώτατη εκκλησιαστική αρχή, τη Σύνοδο της Ιεραρχίας, το σύνολο δηλ. των εν ενεργεία Μητροπολιτών, για τη λήψη των τελικών αποφάσεων...



Ο κ. Ι. Μ. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Το ΒΗΜΑ, 30/03/2008

Μία Ρώμη ''σκοτεινή''

Η σειρά «Ρώμη», που ο δεύτερος κύκλος της προβάλλεται κάθε Πέμπτη στον ΣΚΑΪ, είναι μια επικής κλίμακας συμπαραγωγή του αμερικανικού ΗΒΟ, του ΒΒC και της ιταλικής RAI.
Μην περιμένετε την ειρωνεία και την ανάλαφρη χάρη της κλασικής ιστορικής σειράς «Εγώ ο Κλαύδιος» ούτε τη χολιγουντιανή πληθωρικότητα του «Μπεν Χουρ». Η σειρά δεν αποτυπώνει μόνο το μεγαλείο της Ρώμης, αλλά και τη σκοτεινή της πλευρά: την απληστία, τον κυνισμό, την προδοσία, τα περίπλοκα παιχνίδια εξουσίας. Παράλληλα με το δημόσιο δράμα, με τους «επώνυμους» πρωταγωνιστές, ξετυλίγεται και το ιδιωτικό δράμα των αφανών. Η κάμερα δεν περιορίζεται στα μέγαρα, αλλά «κατεβαίνει» στη σκόνη και τη λάσπη των δρόμων, στα καταγώγια, στις φτωχογειτονιές.
Σε αντίθεση με ό,τι συχνά συμβαίνει σε άλλες παραγωγές, εδώ οι τολμηρές ερωτικές και οι πολύ βίαιες σκηνές, καθώς και η αρκετά «βρώμικη» γλώσσα δεν είναι αυτοσκοπός ούτε απλώς ένας κράχτης για υψηλότερη τηλεθέαση, αλλά απαραίτητο συστατικό ώστε να δημιουργηθεί η ατμόσφαιρα, το ύφος που ήθελαν οι παραγωγοί της «Ρώμης». Η σειρά αντιμετώπισε αρκετά προβλήματα με τη λογοκρισία, όχι όμως στις συντηρητικές Ηνωμένες Πολιτείες, όπου προβλήθηκε σε καλωδιακό κανάλι, αλλά στη «φωτισμένη» Ευρώπη. Το ΒΒC συνένωσε κάποια επεισόδια σ' ένα ώστε να περιοριστούν οι ερωτικές σκηνές, ενώ η RAI «χτένισε» τους διαλόγους, κόβοντας και στρογγυλεύοντας τις «σκληρές» λέξεις.
Ο δεύτερος κύκλος ξεκινά μετά τη δολοφονία του Ιούλιου Καίσαρα (του μεγαλύτερου πολιτικού της Ιταλίας, ισάξιου του... Μπερλουσκόνι, όπως ισχυρίστηκε ο δεύτερος) και καταλήγει στη σύγκρουση ανάμεσα στον Μάρκο Αντώνιο και τον Οκταβιανό για την εξουσία και το μελλοντικό πολίτευμα της Ρώμης. Η χρονική περίοδος της αφήγησης είναι αυτή της μετάβασης της Ρώμης από τη Δημοκρατία στην Αυτοκρατορία.
Από μια άποψη, η τηλεοπτική αυτή «Ρώμη» είναι κάπως «νουάρ» και θυμίζει την κινηματογραφική «Sin City» (Αμαρτωλή πόλη) και ας μην έχει ούτε ντετέκτιβ ούτε αστυνομικό μυστήριο. Το εγχείρημα δεν ήταν εύκολο. Ναι μεν με το χρήμα καταφέρνει κανείς πολλά (π.χ., για τα γυρίσματα στήθηκε μια ολόκληρη πόλη στην Τσινετσιτά, ενώ εξαίρετοι Βρετανοί ηθοποιοί υποδύθηκαν αρκετούς κεντρικούς ρόλους), όμως για να έχει μια σειρά ψυχή, για να μην περνάει ξώφαλτσα από το βλέμμα του τηλεθεατή, χρειάζονται και άλλες προϋποθέσεις τις οποίες η σειρά αυτή πληροί.
Τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον για τις αυτοκρατορίες γενικά και για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ειδικότερα έχει ενισχυθεί καθώς, μετά την κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, οι ΗΠΑ κατέχουν τη θέση της μοναδικής υπερδύναμης (ίσως σε λίγα χρόνια να ανησυχούμε για τους Κινέζους αυτοκράτορες). Στον αγγλοσαξονικό κόσμο δεν περνάει εβδομάδα που να μην εκδοθεί ένα βιβλίο ή να μη δημοσιευθεί κάποιο εκτενές άρθρο σε κάποιο έγκριτο περιοδικό ή εφημερίδα με θέμα την τύχη των ιστορικών αυτοκρατοριών, τον αγαθοποιό (κατ' άλλους τον ολέθριο) ρόλο τους και τη σύγκρισή τους με τη σημερινή ηγεμονική θέση των ΗΠΑ.
Ασφαλώς, μια τηλεοπτική σειρά δεν είναι ιστορικό δοκίμιο. Δεν παραδίδει μαθήματα Ιστορίας, αλλά αφηγείται ιστορίες - και αυτή η πολυεθνική τηλεοπτική «Ρώμη» το κάνει με καλλιτεχνική δύναμη και πειστικότητα.


ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΖΙΑΝΤΖΗ/ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 17.04.08