Ο σόλιδος, το βυζαντινό χρυσό νόμισμα, παρουσιάζει ως μέσο συναλλαγής μια πολύμορφη δραστηριότητα σε επίπεδο διακρατικών, κρατικών και ιδιωτικών συναλλαγών. Η σχεδόν μυθική αίγλη που το περιβάλλει τονίζεται με εκατοντάδες ενδιαφέροντα παραδείγματα, τα οποία χρονολογούνται από τον 4ο αιώνα μ.Χ. ως και την ύστερη φάση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας .
ΒΑΣΩ ΠΕΝΝΑ
Η παρέμβαση του Μ. Κωνσταντίνου στο ιστορικό γίγνεσθαι της Ευρώπης άνοιξε καινούργιους ορίζοντες στην κοινωνική, πολιτική, οικονομική και νομισματική Ιστορία της Ευρώπης. Το Βυζάντιο, προϊόν διασταύρωσης της Ρώμης και του Ελληνισμού, με συνεκτικό κρίκο τη χριστιανική θρησκεία, κατέληξε σε μια αυτόνομη πολιτισμική οντότητα του Μεσαίωνα. Ζωντανός οργανισμός, δημιούργησε σταδιακά δική του δυναμική πρωτοβουλία και όρισε πρωτότυπους θεσμούς και δομές λειτουργίας με επίκεντρο τον αυτοκράτορα, τον ακρογωνιαίο λίθο του πολιτειακού του οικοδομήματος.
Κράτος πολυεθνικό το Βυζάντιο έγινε συναπάντημα λαών και εθνών, σταυροδρόμι δοξασιών και διαφορετικών τρόπων ζωής, κράμα παραδόσεων και πολιτισμών. Το βυζαντινό επίτευγμα στηρίχθηκε στο «ομόδοξον» και στο «ομόγλωσσον», στη χριστιανική θρησκεία και στην ελληνική γλώσσα. Η βυζαντινή πολιτεία, με ηθικούς υποστηρικτές τους δύο παραπάνω παράγοντες και με την έμπρακτη ισχύ της πολιτικής και πολιτειακής διάρθρωσης του κράτους, παγίωσε το «ομότροπον», τη συγκρότηση δηλαδή ενιαίας ανθρώπινης κοινότητας. Στο πλαίσιο των διαφοροποιήσεων του ρωμαϊκού παραδοσιακού κόσμου και του νέου καθεστώτος που εγκαινίασε ο Κωνσταντίνος και το οποίο έμελλε να ονομαστεί από τους σύγχρονους ιστορικούς βυζαντινός κόσμος, το νόμισμα απέκτησε τον δικό του ιδιότυπο χαρακτήρα και έπαιξε τον δικό του ρόλο στο ιστορικό γίγνεσθαι της εποχής.
Πηγή γνώσης
Τα λόγια του γεωγράφου μοναχού και πρώην εμπόρου Κοσμά Ινδικοπλεύστη (6ος αιώνας) δίνουν ίσως τον πιο εμπεριστατωμένο ορισμό και την πιο ανάγλυφη περιγραφή των κύριων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων του βυζαντινού νομίσματος: «Ετερον δε σημείον δυναστείας των Ρωμαίων ο αυτοίς κεχάρισται ο Θεός, λέγω δη ότι εν τω νομίσματι αιτών εμπορεύονται πάντα τα έθνη και εν παντί τόπω απ' άκρου γης έως άκρου γης δεκτόν εστι, θαυμαζόμενον παρά παντός ανθρώπου και πάσης βασιλείας, όπερ ετέρα βασιλεία ουχ υπάρχει το τοιούτο». Το βυζαντινό νόμισμα περιγράφεται δηλαδή ως θείο δώρο και χαρακτηρίζεται ως διεθνής νομισματική μονάδα, κατάλληλη για τη διεκπεραίωση μεγάλων εμπορικών συναλλαγών.
Αδιάψευστος μάρτυρας της εποχής του το βυζαντινό νόμισμα συμπληρώνει τις γραπτές πηγές και δίνει ουσιαστικές πληροφορίες για την επίσημη νομισματική πολιτική της αυτοκρατορίας, η οποία, αν και επηρεαζόταν άμεσα από την οικονομική πολιτική, αποτελούσε έναν ξεχωριστό και ανεξάρτητο τομέα της κρατικής μηχανής. Οι νομισματικές μεταρρυθμίσεις, η πιστή και λεπτομερής τήρηση των αντιστοιχιών μεταξύ των διάφορων νομισματικών μονάδων ή υποδιαιρέσεων καθώς και ο έλεγχος της παραγωγής και της διακίνησης του νομίσματος αποτελούσαν εκφράσεις της πολιτικής αυτής. Ενδείξεις αποτυπωμένες στην επιφάνεια των ίδιων των νομισμάτων υποδηλώνουν ότι οι διαδικασίες του ελέγχου παραγωγής τους ήταν ιδιαίτερα συστηματικές και εξελιγμένες.
Η διακίνηση του βυζαντινού νομίσματος χωρίς την παρεμβολή ιδιωτικών φορέων με τραπεζιτικά ενδιαφέροντα ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τις εκάστοτε τάσεις της κρατικής νομισματικής πολιτικής. Ο σόλιδος, το βυζαντινό χρυσό νόμισμα, το δολάριο του Μεσαίωνα, όπως αποκαλείται σήμερα από τους ιστορικούς, παρουσιάζει ως μέσο συναλλαγής μια πολύμορφη δραστηριότητα σε επίπεδο διακρατικών, κρατικών και ιδιωτικών συναλλαγών. Σε διακρατικό επίπεδο είχε τεράστιο κύρος και στα χέρια των ειδικών υπαλλήλων του κράτους έγινε όπλο ποικίλων αγοραστικών διεκδικήσεων, οι οποίες διευκόλυναν τον ανεφοδιασμό του κράτους. Η ανεύρεση νομισματικών «θησαυρών» εκτός των εκάστοτε συνόρων της αυτοκρατορίας, σε ακτίνα που φθάνει από τη Βόρεια Θάλασσα ως τον Ινδικό Ωκεανό, είναι αρκετά ενδεικτική της ευρείας διακίνησης του νομίσματος, στο πλαίσιο επίσημων εμπορικών, διπλωματικών και στρατιωτικών συναλλαγών. Η σχεδόν μυθική αίγλη που περιβάλλει το χρυσό βυζαντινό νόμισμα τονίζεται με εκατοντάδες ενδιαφέροντα παραδείγματα, τα οποία χρονολογούνται από τον 4ο αιώνα μ.Χ. ως και την ύστερη φάση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και τα οποία άλλοτε κινούνται στη σφαίρα της ηθικογραφικής διήγησης και άλλοτε στο πλαίσιο κρατικών και επίσημων διατάξεων. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια ενός αξιωματούχου, του Νικηφόρου Β', προς τον Liutprand της Κρεμόνας: «Με το νόμισμά μας είμαστε τόσο δυνατοί που θα μπορούσαμε να ενώσουμε όλα τα έθνη εναντίον σου και να σε συνθλίψουμε σαν πήλινο αγγείο, σε τέτοιο βαθμό που έτσι και σπάσει δεν θα μπορέσει ποτέ πια να συγκολληθεί». Αργότερα ο Ψελλός παρατηρεί ότι δύο είναι οι κύριοι παράγοντες της διατήρησης της ρωμαϊκής ηγεμονίας: «Η των αξιωμάτων φήμη και χρημάτων».
Προσπάθειες απομίμησης
Το κύρος του βυζαντινού σόλιδου αλλά και των άλλων νομισματικών υποδιαιρέσεων ήταν μεγάλο και οι προσπάθειες απομίμησής τους πολλές. Σε ό,τι αφορά τη Δυτική Ευρώπη, οι εισβολείς που την απομάκρυναν από το ρωμαϊκό παρελθόν της προσπάθησαν και κατάφεραν να μιμηθούν το βυζαντινό σόλιδο, άλλοτε με περισσότερη και άλλοτε με λιγότερη επιτυχία. Γότθοι της Ιταλίας, Βησιγότθοι της Ιβηρικής Χερσονήσου, Λομβαρδοί, Γαλάτες, πρίγκιπες Μεροβιγκιανοί αλλά και αργότερα Βαράγγοι και άλλοι μισθοφόροι του βυζαντινού στρατού μιμήθηκαν κατά περίπτωσιν το χρυσό, ασημένιο ή χάλκινο βυζαντινό νόμισμα και σταδιακά ανέπτυξαν τη δική τους νομισματοκοπία. Παράλληλα, ο καθαρόαιμος βυζαντινός σόλιδος γνώρισε εξαιρετικά μεγάλη ζήτηση στις περιοχές αυτές.
Στην Ανατολή η κατάσταση εξελίχθηκε λίγο διαφορετικά. Η κυκλοφορία του σόλιδου στον αραβικό κόσμο ήταν σχεδόν αποκλειστική ως τη νομισματική μεταρρύθμιση του χαλίφη Abd al Malik (685-705), μια μεταρρύθμιση που εμπνεύστηκε ιδιαίτερα από το βυζαντινό νομισματικό σύστημα και η οποία στα πρώτα βήματά της ακολούθησε την εικονογραφία των βυζαντινών νομισμάτων. Πολιτικοί και εμπορικοί ανταγωνισμοί, κυρίως όμως θρησκευτικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, γρήγορα οδήγησαν τον αραβικό κόσμο στην καθιέρωση της δικής του νομισματικής εικονογραφίας. Ωστόσο, ο σχετικά σημαντικός αριθμός των βυζαντινών νομισμάτων, κυρίως ασημένιων και χάλκινων με αραβικές επισημάνσεις, υποδηλώνει ότι το βυζαντινό νόμισμα αποτελούσε πολύτιμη επένδυση σε αυτή την περιοχή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση των νομισματικών εκδόσεων ορισμένων τουρκομάνων ηγεμόνων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι σε περιοχές που σήμερα αντιστοιχούν στη Βόρεια Συρία και στο Ιράκ. Πολλές από τις νομισματικές αυτές εκδόσεις, που χρονολογούνται στον 12ο αιώνα, φέρουν παραστάσεις άμεσα επηρεασμένες από σύγχρονα ή παλαιότερα βυζαντινά νομίσματα.
Παρακμή και πτώση
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης και οι λατινικές απομιμήσεις, τα χάλκινα δηλαδή νομίσματα, τα οποία κόπηκαν από τους λατίνους κατακτητές της Κωνσταντινούπολης (1204-1261) σε απομίμηση των βυζαντινών νομισματικών εκδόσεων του 12ου αιώνα. Η έκδοσή τους καθιερώθηκε για πρακτικούς λόγους και απέβλεπε, πέρα από πολιτικές σκοπιμότητες, στη διευκόλυνση των εμπορικών συναλλαγών σε μια περιοχή που είχε κατακλυστεί από αλλοδαπούς επιχειρηματίες, στα όρια της άλλοτε Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η αποφυγή κοπής εκ μέρους των δυτικών νομισμάτων κατά τα δυτικά πρότυπα εξασφάλιζε ισορροπίες συναλλαγματικού χαρακτήρα και, συνεπώς, οι λατινικές απομιμήσεις αποτελούσαν ένα «κατά συνθήκη» ενιαίο νόμισμα. Σε λίγο η νομισματική ιστορία της Δύσης θα πάρει τον πρωταγωνιστικό ρόλο και οι λατινικές απομιμήσεις μοιάζουν να αποτελούν το κύκνειο άσμα του άλλοτε ισχυρού βυζαντινού νομίσματος.
Η ανακατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως το 1261 από τον Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο άνοιξε καινούργιο κεφάλαιο ουσιαστικά τον επίλογο στην ιστορία της βυζαντινής νομισματικής. Η περίοδος ως το 1453 γνώρισε αρκετές αναπροσαρμογές οικονομικής και νομισματικής φύσεως, οι οποίες προήλθαν από τον συνδυασμό πολλών εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων. Η σταδιακή εδαφική συρρίκνωση της αυτοκρατορίας, η γεωγραφική ασυνέχεια των διάφορων περιοχών της, η περίπλοκη πολιτική και δυναστική ιστορία της περιόδου που περιστρεφόταν μηχανικά και αδέξια γύρω από μια συνεχή προσπάθεια ανάκτησης της παλιάς εδαφικής επικράτειας, ο πλουραλισμός της νομισματικής κυκλοφορίας κυρίως στον ελλαδικό και νησιωτικό χώρο, η έντονη διείσδυση δυτικού χρήματος και η οριστική μετατόπιση της εμπορικής δραστηριότητας σε δυτικά χέρια είναι μερικά από τα στοιχεία που προκάλεσαν αυτές τις ανακατατάξεις και τα οποία οδήγησαν σταδιακά στην παρακμή του βυζαντινού νομισματικού συστήματος. *
* Η κυρία Βάσω Πέννα είναι βυζαντινολόγος-νομισματολόγος.
ΤΟ ΒΗΜΑ, 31.12.2000
Πέμπτη 17 Απριλίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου