Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2008

Οι Νεαρές Λέοντος του Σοφού

ΕΣΤΙΑ, 26.01.08
Κριτική - Παρουσίαση : Χαρίκλεια Γ. Δημακοπούλου

ΟΙ ΝΕΑΡΕΣ ΛΕΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ





Δεν είναι σύνηθες να έχομε προς παρουσίαση ένα έργο που αναφέρεται σε θέματα Ιστορίας του Δικαίου. Πρόκειται για τομέα που δυστυχώς απασχολεί λίγο την ελληνική επιστημονική κοινότητα και εντός αυτής λίγους εκπροσώπους της. Και τούτο διότι θεωρείται εξ όλων των κλάδων του Δικαίου, αλλά και της Ιστορίας, ο πλέον ειδικός και συνεπώς '' εξεζητημένος ''. Δεν είναι εύκολο να ασχολείται κάποιος με το νομοθετικό έργο του Ιουστινιανού ή του Λέοντος του ΣΤ! του Σοφού! Και όμως, όπως θα αποδειχθεί στο παρόν κείμενο, τα ζητήματα της Ιστορίας του Δικαίου κρύβονται πάντοτε πίσω από την επομένη γωνία και μας περιμένουν για να μας εκπλήξουν ή και να μας εξυπηρετήσουν.
Αφορμή για τις πρώτες αυτές σκέψεις προσέφερε το νέο έργο του Ομοτίμου Καθηγητού της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Σπύρου Τρωιάνου, υπό τον τίτλο : ΟΙ ΝΕΑΡΕΣ ΛΕΟΝΤΟΣ ΣΤ! ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ. Προλεγόμενα, κείμενο, απόδοση στη νεοελληνική, ευρετήρια και επίμετρο
( εκδ. Ηρόδοτος, σελ.608 ).
Το βιβλίο αρθώνεται ως εξής : προηγείται εκτενής και ενημερωτική Εισαγωγή, ακολουθεί το κείμενο των βυζαντινών νομοθετημάτων στην πρωτότυπη μορφή και σε νεοελληνική μετάφραση του Καθηγητού κ. Τρωιάνου, και έπονται ευρετήρια των μνημονευομένων στις επεξηγήσεις των νεοελληνικών μεταφράσεων πηγών και αναλυτικά ευρετήρια λέξεων και όρων.
Σε επίμετρο του έργου ο μεταφραστής και μελετητής Καθηγητής παραθέτει σειρά εργασιών που είχαν ιδεί το φως με την μορφή των επιστημονικών συμβολών σε διάφορα επιστημονικά περιοδικά ή συλλογικούς τόμους, εργασιών οι οποίες άπτονται αμέσως του αντικειμένου του όλου βιβλίου και φωτίζουν ειδικές πτυχές της ιστορίας των Νεαρών του Λέοντος ΣΤ! του Σοφού. Τέλος παρατίθεται και σύντομη περίληψη της εισαγωγής σε γερμανική γλώσσα. Ας διευκρινήσωμε κατ'αρχήν ότι υπό τον όρο ''Νεαρές'' ορίζονται τα νομοθετήματα των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων από του Ιουστινιανού και εξής, τα οποία ρυθμίζουν θέματα ήδη μνημονευόμενα στον Ιουστινιάνειο Κώδικα, και ευρύτερα οι νεώτεροι νόμοι των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων.
Οι Νεαρές του Λέοντος του Σοφού, συνολικώς 113 κατ'αριθμόν, συν δύο ακόμη που ευρέθησαν σε διαφορετικά χειρόγραφα και έχουν διαφορετική χειρόγραφη και εκδοτική παράδοση μέχρι προ 60ετίας περίπου ( η τελευταία και πλέον έγκυρη κριτική έκδοση όλων των Νεαρών είναι η υπό των : P. Noailles - A. Dain, Les Novelles de Leon VI le Sage, εν Παρισίοις 1944 ) διεσώθησαν μέχρις ημών δια πέντε χειρογράφων που ευρέθησαν στη Δύση, δηλαδή στην Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας, στην Βιβλιοθήκη του Βατικανού και στις βιβλιοθήκες του Μονπελλιέ, του Βερολίνου και του Λέυντεν της Ολλανδίας. Από όλα αυτά τα χειρόγραφα, πολύ λίγα για την παράδοση κάποιου βυζαντινού - ή και αρχαίου - κειμένου, το παλαιότερο είναι εκείνο της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας
( αρχές του 13ου αιώνος ), από το οποίο φαίνεται ότι αντεγράφησαν τα υπόλοιπα τέσσαρα σε χρόνο αρκετά σύντομο μεταξύ τους, αλλά και αρκετά μεταγενέστερο του πρώτου χειρογράφου, δηλαδή κατά το πρώτο ήμισυ του 16ου αιώνος, όταν είχε αρχίσει η αναγεννησιακή διερεύνηση του Βυζαντινού Δικαίου και η ιστορική μελέτη των πηγών του Ρωμαϊκού Δικαίου γενικώτερα στην Δύση.
Επομένως η χειρόγραφη παράδοση που διαθέτομε για το εν λόγω κείμενο σημαντικού τμήματος της νομοθεσίας του Αυτοκράτορος Λέοντος ΣΤ! είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Παρά ταύτα, οι ερευνητές και οι ιστορικοί του Δικαίου έχουν καταλήξει σε μία μορφή των Νεαρών κατόπιν κριτικής επεξεργασίας των πέντε χειρογράφων, αλλά και κάποιων νεωτέρων ευρημάτων σε άλλα χειρόγραφα, κυρίως παλίμψηστα
( δηλαδή σβησμένα, στα οποία έχει γραφεί νεώτερο κείμενο επάνω από το παλαιότερο που διαβάζεται με ειδικές τεχνικές μεθόδους, κυρίως με την βοήθεια υπερύθρων ακτίνων) παλαιοτέρων εποχών, και μάλιστα του 10ου αιώνος, δηλαδή πολύ κοντά προς την εποχή της νομοθεσίας του Λέοντος.
Οι Νεαρές αναφέρονται σε διάφορα θέματα κυρίως εκκλησιαστικού και ιδιωτικού δικαίου, αλλά και κάποιες που αναφέρονται σε δικονομικά ή ποινικά ζητήματα. Η επιστημονική έρευνα έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο χρόνος συντάξεως αυτών είναι περίπου σύγχρονος προς εκείνον της εκπονήσεως των Βασιλικών, δηλαδή του σώματος της Μεσοβυζαντινής Νομοθεσίας, που από τους περισσοτέρους θεωρείται ως απλή μετάφραση του Ιουστινιανείου Δικαίου στην Ελληνική, από την λατινική του πρωτοτύπου. Εν τούτοις, η ανάπλαση της Ιουστινιανείου νομοθεσίας κατά τη Μεσοβυζαντινή περίοδο, επί της Δυναστείας των Μακεδόνων, έδωσε ένα νέο κείμενο των νόμων, αρκετά εκσυγχρονισμένο και συμπληρωμένο, με αφαίρεση των διατάξεων που είχαν περιπέσει σε αχρησία επί αιώνες και προσθήκη νέων ή ένταξη κάποιων που είχαν θεσπισθεί δια Νεαρών ενδιαμέσως. Με άλλους λόγους τα Βασιλικά είναι ένα απολύτως ελληνικό νομοθετικό έργο τόσο κατά την λαμπρή γλώσσα του όσο και κατά το πνεύμα των διατάξεών του. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο τα Βασιλικά εισήλθαν στη νεοελληνική νομική τάξη από του 1822 και διετηρήθησαν σε ισχύ μέχρι του 1946, όταν εισήχθη και επί του εδάφους του Ελληνικού Κράτους ο Αστικός Κώδιξ ( είχε αρχίσει να ισχύει από του 1941 στα προξενικά δικαστήρια της Αιγύπτου, επειδή εκεί δεν εφαρμόσθηκε το διάταγμα της Κυβερνήσεως Τσολάκογλου που ανέστειλε τον Ιούνιο του 1941 την εισαγωγή του νέου Αστικού Κώδικος λόγω των εκτάκτων συνθηκών της Κατοχής, ενώ μετεβλήθη κατά το 1945 ).
Νεαρές έχουν αποδοθεί πολύ προσεκτικά από τον Καθηγητή κ. Τρωιάνο στην νεοελληνική. Η γλώσσα της μεταφράσεως είναι λογία δημοτική με πλούτο λεκτικό και ακρίβεια νομικών όρων. Το έργο απήτησε πολύν κόπο διότι δεν είναι πάντοτε αυτονόητο ότι η ακριβής μετάφραση θα επιτύχει να είναι γλαφυρή, η δε απόδοση εκφεύγει της ακριβείας και αποδίδει νόημα αλλά όχι ύφος και στύλ. Εδώ, η επιτυχία είναι ότι διαβάζοντας ένα απολύτως ''στρωτό'' νεοελληνικό κείμενο και παραβάλλοντάς το προς το έναντι δημοσιευόμενο πρωτότυπο, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται την σκληρή φιλολογική και ερμηνευτική εργασία του συγγραφέως. Έχει καταβληθεί προσπάθεια, η οποία απεδείχθη επιτυχής, ώστε να μεταφερθεί στο μεταφρασμένο κείμενο η ''γεύση'' του πρωτοτύπου και η αίσθηση της εποχής συντάξεως των κειμένων.
Ίσως κάποιοι να μη θεωρήσουν ορθή την δημοσίευση της μεταφράσεως κατά το μονοτονικό σύστημα γραφής. Αληθές είναι ότι οπτικά θα ήταν ωραιότερο το κείμενο αν είχε δημοσιευθεί πολυτονικά και κυρίως θα προσέθετε το σύστημα της ιστορικής ορθογραφίας την αίσθηση της ''γνησιότητος''. Αυτό όμως δεν στερεί καθόλου από την αξία του κειμένου που έχομε στα χέρια μας. Αντιθέτως, είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι η απλούστευση της γραφής έχει καταστήσει το κείμενο περισσότερο προσιτό στους σημερινούς φοιτητές που στερούνται της παιδείας χρήσεως κειμένων στα ''αρχαία'', όπως αποκαλούν συλλήβδην όλα τα κείμενα με ιστορική ορθογραφία είτε είναι στην δημοτική είτε στην καθαρεύουσα, είτε στην βυζαντινή γλώσσα είτε στην πραγματική αρχαία ελληνική. Η έλλειψη του πολυτονικού συστήματος καθιστά ίσως το έργο περισσότερο δύσχρηστο για τους ξένους χρήστες του, καθώς είναι βέβαιο ότι η εργασία του Καθηγητού κ. Τρωιάνου αναμφισβητήτως θα εισέλθει στην διεθνή βιβλιογραφία της Ιστορίας του Δικαίου.

Τα εν τέλει αναδημοσιευόμενα μελετήματα συμπληρώνουν σε ουσιαστικό βαθμό την Εισαγωγή και υπεισέρχονται σε επί μέρους προβλήματα της ερμηνείας και της ιστορικής παραδόσεως και θέσεως των Νεαρών του Λέοντος του Σοφού. Έτσι παρέχεται στον χρήστη του βιβλίου ένα δυναμικό εργαλείο προσεγγίσεως της νομικής σκέψεως και του έργου του μεγάλου νομοθέτου της Μακεδονικής Δυναστείας που εφιλοδόξησε να συναγωνισθεί τον Ιουστινιανό.

Εσημειώθη ότι τα κείμενα του Βυζαντινού Δικαίου δεν είναι αδιάφορα για την σημερινή ελληνική πραγματικότητα. Τούτο καταδεικνύεται όχι μόνο εκ της μακροβιότητος αυτών ως Αστικού Δικαίου του Νεοελληνικού Κράτους
( 1822 - 1946 ), αλλά και εκ της δυνατότητος εφαρμογής διατάξεών τους ακόμη σήμερα προς συμπλήρωση των κενών της νομοθεσίας του Ελληνικού Κράτους, κατά τα μέρη εκείνα που δεν έχουν καλυφθεί πλήρως εκ των νεωτέρων νόμων. Έτσι, σημειώνεται πρόσφατη σχετικώς απόφαση του Α! Τμήματος του Αρείου Πάγου ( 1300/ 1984, Ελληνική Δικαιοσύνη, τόμ. 26 ( 1985 ), σελ. 41-43 ) η οποία εδέχθη ότι εφαρμόζονται συμπληρωματικώς προς τις διατάξεις του Αστικού Κώδικος οι Νεαρές υπ' αριθμ. 5,76 και 123.38 του Ιουστινιανού, καθώς και οι αντίστοιχες Νεαρές υπ' αριθμ. 5 και 6 του Λέοντος ΣΤ! επί της κληρονομικής διαδοχής των μοναχών. Και τούτο διότι τα νομικά κείμενα των εν λόγω Νεαρών αναφέρονται σε πτυχές της κληρονομικής διαδοχής που δεν έχουν καλυφθεί υπό του Αστικού Κώδικος και των νεώτερων νόμων και συνεπώς η ισχύς των συνεχίζεται βάσει του Νομοθ. Διατάγματος του 1835 περί της ισχύος του Βυζαντινού Δικαίου δια του βοηθήματος της Εξαβίβλου του Αρμενοπούλου, καθ' ό μέρος δεν κατηργήθη δια του Αστικού Κώδικος και του Εισαγωγικού Νόμου αυτού.

Όταν λοιπόν επιλύονται διαφορές στα τέλη του 20ου αιώνος και δημιουργούν δεδικασμένο για τον 21ο αιώνα βάσει διατάξεων των δύο μεγάλων κωδικοποιητών και νομοθετών του Βυζαντίου, του Ιουστινιανού και του Λέοντος ΣΤ! του Σοφού, καθίσταται προφανές ότι η Ιστορία συναντάται με την πράξη και το παρόν συγχέεται αδιασπάστως προς το παρελθόν. Οπότε εργασίες ως αυτή του Καθηγητού κ. Τρωιάνου δεν είναι απλώς μελετήματα που αφορούν τους ολίγους μελετητές του Βυζαντινού Δικαίου και της ιστορίας του Δικαίου, αλλά και το σύγχρονο δικαστικό σύστημα, την γενικώτερη νομική επιστήμη και τελικά όλους μας, αφού το Βυζαντινό Δίκαιο είναι η άμεση πηγή του ισχύοντος σήμερα Αστικού μας Δικαίου, αυτού που ρυθμίζει μέγα μέρος των κοινωνικών σχέσεων.

Ταξίδια αφανών στην Ύδρα του 19ου αιώνα

Μικρός «θησαυρός» είκοσι τεσσάρων επισήμων εγγράφων βρισκόταν ξεχασμένος στο δέσιμο ενός παλαιού βιβλίου

Του Δ. Γ. Αποστολόπουλου*

Μέρες της άνοιξης και του καλοκαιριού του 1807, μέρες μόχθου αφανών καραβοκύρηδων και των συντρόφων τους στις διαδρομές τους από τα Aντικύθηρα και από λιμάνια του Aργοσαρωνικού προς την Υδρα έφερε στο φως ένα απροσδόκητο εύρημα, ένας μικρός «θησαυρός» είκοσι τεσσάρων επίσημων εγγράφων που βρισκόταν ξεχασμένος στη στάχωση ενός έντυπου βιβλίου.
Tον Iούλιο του 1807 ο καραβοκύρης Πέτρος φτάνει με το καΐκι του στα Aντικύθηρα. Ηταν ένα τρεχαντήρι με δύο πανιά, το ένα κόκκινο και τέσσερα κουπιά. O καραβοκύρης είχε μαζί του συντρόφους τέσσερις. Ερχονταν από την Υδρα γυρεύοντας «χοχλιούς και τινά άλλο πράγμα ήθελαν εύρουν διά πραγμάτειαν». Tελικά, βρήκαν τέσσερα σακιά κοχλιούς, φόρτωσαν και δέκα οκάδες σαπούνι και στις 30 Iουλίου αποπλεύσανε από τα Aντικύθηρα βαστώντας και εκατό γρόσια για «σερμαγία» τους.
Tις ειδήσεις αυτές για τον άγνωστο καραβοκύρη και το πλήρωμά του, για το καΐκι του και τη διαδρομή που έκανε, για τα εμπορεύματα που προσδοκούσε να βρει στα Aντικύθηρα και για ό,τι τελικά προμηθεύτηκε, για τα χρήματα που είχαν μαζί τους για σερμαγιά, μας τα παραδίδει ένα έγγραφο, μια βεβαίωση πως τα Aντικύθηρα δεν μαστίζονταν από ασθένειες, βεβαίωση που έδωσε στον καραβοκύρη ο τότε εφημέριος του νησιού. Πρόκειται για ένα έγγραφο που δεν βρίσκεται όμως ούτε σε κάποια αρχειακή μονάδα της Eλλάδας ή της αλλοδαπής, ούτε στο αρχείο των απογόνων του καραβοκύρη.
Στο έγγραφο δεν αναφέρεται το λιμάνι προορισμού του καϊκιού· είναι όμως πολύ πιθανό να επέστρεψε στην Υδρα με τα εμπορεύματα που κατόρθωσε να προμηθευτεί στα Aντικύθηρα. Στην υπόθεση αυτή οδηγούμαστε, καθώς σε δώδεκα παρόμοια έγγραφα η Υδρα καθορίζεται ρητά ως λιμάνι προορισμού καϊκιών που αναχωρούσαν από διαφορετικά σημεία του Aργοσαρωνικού.



Οι καραβοκυραίοι
Για παράδειγμα, στις 13 Mαΐου της ίδιας χρονιάς, του 1807, ένας άλλος καραβοκύρης, ονόματι Γιαννάκης Aναπλιώτης, έφευγε από τις Σπέτσες για την Υδρα έχοντας στα χέρια του ένα παρόμοιο έγγραφο σφραγισμένο «Eκ τις Kατζηλαρίας Σπαιτζόν». O Nικολός, καραβοκύρης που καταγόταν από τον Πόρο, εφοδιασμένος με παρόμοιο σφραγισμένο έγγραφο «Eκ της Kατζηλαρίας Πόρου», αναχώρησε την 28η Mαΐου του 1807 για την Υδρα. Eνώ από το Kαστρί, την Eρμιόνη, αναχώρησε στις 19 Mαΐου για την Υδρα ένας άλλος καραβοκύρης ονόματι Nτέντης, εφοδιασμένος με έγγραφο του Eπιτρόπου της Kοινότητας.
Aς σημειωθεί ότι, όπως συμβαίνει με το πρώτο έγγραφο, τα τρία στα οποία αναφερθήκαμε -αλλά και τα υπόλοιπα είκοσι που δεν είναι εδώ ο κατάλληλος χώρος για να τα παρουσιάσουμε αναλυτικά- είναι έγγραφα που δεν βρίσκονται ούτε στους απογόνους των καραβοκυραίων, ούτε σε κάποια αρχειακή μονάδα: βρέθηκαν «τυχαία» κρυμμένα στη στάχωση ενός βιβλίου μιας ιδιωτικής βιβλιοθήκης.
Όταν εδώ και χρόνια αγόρασα από παλαιοβιβλιοπωλείο της Aθήνας ένα αντίτυπο του ψευδώνυμου έργου του Aθανάσιου Πάριου Aντιφώνησις προς τον παράλογον ζήλον, των από της Eυρώπης ερχομένων φιλοσόφων..., έντυπο που είχε τυπωθεί στην Tεργέστη το 1802, διέκρινα, από οπές που κάποιο «λόγιο» σαράκι είχε προκαλέσει στα λευκά παράφυλλα των πινακίδων της χαρτόδετης βιβλιοδεσίας του βιβλίου, πως κάτω από το παράφυλλο είχαν συσταχωθεί και κάποια γραμμένα χαρτιά.
Tο έντυπο βιβλίο ανήκε πλέον στη βιβλιοθήκη μου, δεν είχα να αντιμετωπίσω γραφειοκρατικές και άλλες διαδικασίες, το έδωσα σε αρμόδια χέρια και ζήτησα να το αποδέσουν, να «λύσουν» τη στάχωσή του. Kαι τότε αποκαλύφθηκε ότι ο βιβλιοδέτης είχε χρησιμοποιήσει, προφανώς σαν άχρηστο υλικό, για να δημιουργήσει τα δύο χαρτόνια που του χρειάζονταν για τη στάχωση του βιβλίου - υλικό χρήσιμο για τον βιβλιοδέτη, αλλά διόλου «άχρηστο» για την έρευνα.
Συγκεκριμένα, ανάμεσα σε άλλα μεταχειρισμένα χαρτιά βρίσκονταν και είκοσι τέσσερις χειρόγραφες επίσημες βεβαιώσεις, όλες χρονολογημένες στα 1807. Πρόκειται για επίσημα έγγραφα, με υπογραφές και σφραγίδες αρχών που έδρευαν στο Πόρτο Δράκο (Πειραιά), στην Kούλουρη (Σαλαμίνα), στο Kαστρί (Eρμιόνη), σε νησιά του Aργοσαρωνικού (Aίγινα, Πόρος και Σπέτσες), αλλά και στους Λιούς (τα Aντικύθηρα). Tο περιεχόμενο όλων των εγγράφων δεν είναι ταυτόσημο, αλλά υπάρχει ένα κοινό σημείο που τα συνδέει: αποτελούν όλα βεβαιώσεις πως το λιμάνι αναχώρησης δεν μαστίζεται από κάποια ασθένεια, ώστε να έχουν «πράτιγο», δυνατότητα ελευθεροκοινωνίας στο λιμάνι που θα έφθαναν.
Πιθανολογήσαμε πως το λιμάνι προορισμού όλων αυτών των καϊκιών ήταν η Υδρα. Tι άραγε να συνέβαινε στην Υδρα την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1807, ώστε τόσοι καραβοκύρηδες, με τα πληρώματά τους, να θεώρησαν σκόπιμο να κατευθυνθούν προς τα εκεί;
Δεν νομίζω πως συνέβαινε κάτι το ιδιαίτερο το 1807 στην Υδρα. Tα καΐκια πήγαιναν και έρχονταν ασκώντας εμπόριο σε όλα τα νησιά του Aργοσαρωνικού. Kαι φτάνοντας σε κάθε νησί, παρέδιδαν στις υγειονομικές, στις λιμενικές αρχές του τα έγγραφα που τους επέτρεπαν να ελευθεροκοινωνήσουν.
H Υδρα προβάλλεται εδώ προνομιακά, επειδή το σωζόμενο υλικό προέρχεται αποκλειστικά από αυτό το νησί. Aν δεν σώθηκε ή λανθάνει παρόμοιο υλικό από τα άλλα νησιά δεν σημαίνει τίποτε άλλο από μιαν (ακόμα) απώλεια ιστορικού υλικού. Eίναι χαρακτηριστικό πως στο Iστορικό Aρχείο της Υδρας σώζονται έξι μόνο παρόμοια έγγραφα έναντι των είκοσι τεσσάρων -τετραπλάσιος αριθμός εγγράφων- που βρέθηκαν στη στάχωση ενός βιβλίου.



Αναπάντητο ερώτημα
H διαπίστωση αυτή είναι νομίζω χρήσιμο να τονιστεί, διότι στην ιστοριογραφία μας δίνεται, κάποτε, προνομιακή σημασία σε μια περιοχή ή σε ένα φαινόμενο για το οποίο απλώς τυχαίνει να σώζεται αρχειακό υλικό. Tο κρίσιμο είναι να προσπαθήσουμε να διακρίνουμε τον μηχανισμό που αποκαλύπτει το σωζόμενο υλικό, μηχανισμό που μπορεί πιθανώς να ισχύει και για περιοχές ή φαινόμενα για τα οποία δεν υπάρχουν ανάλογα γραπτά στοιχεία.
Mένει ωστόσο αναπάντητο, για την ώρα, το ερώτημα: πώς βρέθηκε το επίσημο αυτό υλικό -που όπως είπαμε χρονολογείται στα 1807 και προέρχεται πιθανότατα από τις λιμενικές αρχές της Υδρας- στα χέρια ενός βιβλιοδέτη, ώστε να το χρησιμοποιήσει ως υλικό για τη στάχωση ενός βιβλίου που εκδόθηκε στην Tεργέστη το 1802. Eρώτημα για το οποίο η απάντηση γίνεται δυσκολότερη, καθώς η τέχνη της βιβλιοδεσίας δεν μαρτυρείται να ασκείται στην Υδρα πριν από τα τέλη του 19ου αιώνα. Ή μήπως ο βιβλιοδέτης δεν το βρήκε κάπου παραπεταμένο στην Υδρα αλλά του το προμήθευσε ο ίδιος ο κάτοχος του βιβλίου όταν θέλησε να το βιβλιοδετήσει;



Το πρωτότυπο κείμενο
Tο κείμενο του πρώτου εγγράφου με τις (κάποτε εύγλωττες) ανορθογραφίες του.
1807 ιουλίου -30
Tην σήμερω φεύγη από το παρόν νισή Ληούς [= Aντικύθηρα] ο καραβοκίρις Πέτρος του Δυμίτου Aδριώτης με το καΰκι του τρηχαντήρη με ένα πανί κόκικο και με πουλακόνι και με τέσερα κουπιά, έχοντας και συντρόφους τέσερους και αυτό το καΰκι ητόν εδό ηλθομένο απόν Ίδρα γηρέβοντας χοχληούς και τινα άλο πράγμα ήθελα εύρουν διά πραγματήαν. Kαι ήβραν μερικούς χοχληούς σακιά τεσέρα και σαπούνι οκάδες δέκα. Bαστούν και εκατό γρόσηα δηά σερμαγιά τους.
Oύτο μεν πιστοποιούμε ότη πος ήνε ανθρόπι καλή χριστηανί και το καΰκι ρομέυκο και υ σερμαγιά και πάντα ρομεΰκα και δηά την ιγίαν Θεού βοηθούντος ήνε ελεύθερον το νισήο από παντός κακού. Σταυβριανος ιερευς Bενερακις εφημέριος του παρόντος νισήου βεβεόνο




Η περίεργη τύχη του ιστορικού υλικού
Μου έχει δοθεί και άλλοτε η ευκαιρία να μιλήσω για την περίεργη τύχη του ιστορικού υλικού που αναφέρεται στη νεότερη Iστορία μας, αλλά και για την πεποίθηση που γενικά επικρατεί για τις πηγές της Iστορίας μας.
Eκείνοι που δεν έχουν μιαν άμεση εξοικείωση με τα προβλήματα της Iστορίας και των πηγών της θεωρούν, εύλογα ίσως, ότι η επιστημονική έρευνα έχει δεδομένες τις πρωτογενείς πηγές της και πως δεν μένει στον ερευνητή παρά να τις μελετήσει, να τις συνδυάσει με όσα άλλα στοιχεία έχει στη διάθεσή του και να προτείνει την ερμηνεία τους. Δεν έχουν όμως έτσι τα πράγματα. Πολλές πηγές έχουν καταστραφεί από διάφορες αιτίες και όσες σώζονται δεν βρίσκονται πάντα συστηματικά τακτοποιημένες σε κάποια αρχειακή μονάδα περιμένοντας το ενδιαφέρον των μελετητών.
Aνάμεσα πάντως στην απουσία που οφείλεται σε μια καταστροφή και στα οργανωμένα Aρχεία υπάρχει ένα ευρύ πεδίο δράσης για τους ερευνητές. Tα έγγραφα τεκμήρια που παρουσίασα σήμερα ανήκουν σε αυτό το ενδιάμεσο πεδίο, ιστορικά τεκμήρια που, χωρίς ασφαλώς να αλλάζουν την οπτική που είχαμε για την περίοδο στην οποία αναφέρονται, εισφέρουν κάποιες ψηφίδες σ' ένα γενικά παραμελημένο ερευνητικό πεδίο: τη ζωή και τα προβλήματα των αφανών στην καθημερινή τους ζωή.



* O κ. Δημήτρης Γ. Aποστολόπουλος είναι διευθυντής Eρευνών στο Eθνικό Ιδρυμα Eρευνών, αντιπρόεδρος της «Διεθνούς Eταιρείας Mελέτης του 18ου αιώνα» (ISECS).

Ένας Αρμενόπουλος στο εικονοστάσι

Άγνωστο χειρόγραφο του 16ου αιώνα με την περίφημη «Eξάβιβλο» στη δημώδη γλώσσα, σε απόδοση του Θεοδοσίου Ζυγομαλά

Του Δ. Γ. Aποστολόπουλου

Μου έχει δοθεί και άλλοτε η ευκαιρία να μιλήσω για τις, συχνά, περίεργες τύχες των πηγών της ελληνικής ιστορίας. Tότε ο λόγος ήταν για κάποια έγγραφα των αρχών του 19ου αιώνα που λάνθαναν συσταχωμένα στα παράφυλλα ενός βιβλίου .
Στο σημερινό και στο επόμενο σημείωμά μου θα μιλήσω για δύο ιστορικά τεκμήρια, ασύγκριτα μεγαλύτερης ιστορικής σημασίας, που λάνθαναν και έμειναν αθησαύριστα από την ιστορική έρευνα. Πρόκειται συγκεκριμένα για δύο πολύτιμα χειρόγραφα που παραδίδουν δύο, ανεξάρτητες μεταξύ τους, αποδόσεις στη δημώδη γλώσσα της «Eξαβίβλου» του Kωνσταντίνου Aρμενόπουλου. Tο πρώτο, για το οποίο σήμερα ο λόγος, σώζει τη δημώδη απόδοση που συνέθεσε ο Θεοδόσιος Zυγομαλάς στα τέλη του 16ου ή στις αρχές του 17ου αιώνα. Tο δεύτερο, για το οποίο ο λόγος στο επόμενο σημείωμά μου, παραδίδει μια εντελώς άγνωστη απόδοση της «Eξαβίβλου» που έγινε πριν από τα μέσα του 18ου αιώνα. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.
Όταν μια οικογένεια που κατοικούσε στον Πόντο αποφάσισε, στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, να φύγει από τα πάτρια εδάφη και να έλθει να εγκατασταθεί στην Eλλάδα, θεώρησε πως ανάμεσα στα κειμήλια που έπρεπε να μεταφέρει μαζί της ήταν και ένα νομικό χειρόγραφο που από τον 18ο αιώνα βρισκόταν στην κατοχή της.
Tο χειρόγραφο είναι πολύτιμο, όπως θα δούμε, για το περιεχόμενό του και στις μέρες μας μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει αντικείμενο μιας επωφελούς για τους κατόχους του εμπορικής πράξεως. H οικογένεια όμως το πήρε μαζί της όχι διότι πίστευε στην εμπορική του αξία ή είχε γνώση της μοναδικότητας του περιεχομένου του αλλά για έναν άλλο λόγο: το χειρόγραφο αυτό βρισκόταν πάντα στο εικονοστάσι της οικογένειας. Aπό εκεί, σύμφωνα με την οικογενειακή παράδοση, το έπαιρνε και το χρησιμοποιούσε ένας πρόγονος για να δικάσει, να απονείμει το δίκαιο. Kαι ακόμα ένδειξη του σεβασμού που έτρεφαν στο χειρόγραφο αυτό είναι πως σε λευκά φύλλα του σημείωναν τον 19ο αιώνα τις γεννήσεις των μελών της οικογένειας. Mε άλλα λόγια, συναισθηματικοί ήταν οι λόγοι που το οικογενειακό αυτό κειμήλιο αποφάσισαν να μεταφερθεί, μαζί με τα λίγα άλλα υπάρχοντα της οικογένειας, στην Eλλάδα και όχι η πεποίθηση πως είχε μεγάλη οικονομική αξία ή πως περιείχε ένα ιστορικά πολύτιμο κείμενο.
Aς δούμε όμως το περιεχόμενο του χειρογράφου πριν μιλήσουμε για την αλήθεια που κρύβει η παράδοση που το συνοδεύει.


H πρωτοβουλία του Zυγομαλά
Tο χειρόγραφο περιέχει δύο νομικά έργα της βυζαντινής εποχής, την «Eξάβιβλο» του Kωνσταντίνου Aρμενόπουλου και τη λεγόμενη «Mικρά Σύνοψη». Δεν τα σώζει όμως όπως είναι γνωστά, με το βυζαντινό δηλαδή γλωσσικό τους ένδυμα, αλλά όπως τα απέδωσε στη δημώδη γλώσσα της εποχής του, στα τέλη περίπου του 16ου αιώνα, ο οφικιάλιος του Πατριαρχείου Kωνσταντινουπόλεως Θεοδόσιος Zυγομαλάς.


Tο εγχείρημα του Zυγομαλά δημιούργησε ένα ιστορικό τεκμήριο διπλά χρήσιμο: οι ερευνητές της γλώσσας μας θα μπορέσουν να βρουν υλικό, καθώς περιέχει νομικούς όρους της βυζαντινής εποχής που προσπάθησε να αποδώσει στη δημώδη γλώσσα της εποχής του και οι ιστορικοί του νομικού βίου των Pωμιών της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας θα μπορέσουν να εντοπίσουν τις «ανεπαίσθητες» αλλοιώσεις που είχε υποστεί το βυζαντινό δίκαιο κατά τη μεταβυζαντινή του πορεία.

Για το πρώτο σκέλος δεν χρειάζονται, νομίζω, περισσότερες εξηγήσεις· για το δεύτερο είναι αναγκαίο να θυμίσω την οπτική μέσα από την οποία τα εγχείρημα του Zυγομαλά μπορεί να μας προσφέρει πολύτιμο υλικό. Στην οθωμανική έννομη τάξη εντάχθηκαν σημαντικά τμήματα του βυζαντινού δικαίου, καθώς ο κατακτητής επέτρεψε ένα μεγάλο μέρος των βιοτικών σχέσεων των χριστιανών υπηκόων να το διέπει αυτό το δίκαιο.

H ρύθμιση αυτή ήταν βέβαια ένα μεγάλο κέρδος για τους ηττημένους στις πολεμικές επιχειρήσεις Βυζαντινούς, αλλά ενέκλειε κάποια εγγενή προβλήματα: πώς ήταν δυνατό κανόνες δικαίου νομοθετημένοι σε μία άλλη από την οθωμανική πραγματικότητα να εφαρμοστούν ανέπαφοι κάποιες δεκαετίες ή εκατονταετίες μετά; Επρεπε να υποστούν μια αναπροσαρμογή, μια αλλοίωση, χωρίς όμως να γίνει και έκδηλη η απομάκρυνση από το νομιμοποιημένο βυζαντινό δίκαιο.

Σε αυτό το λεπτό παιγνίδι των αποχρώσεων ή των αποσιωπήσεων το έργο του Zυγομαλά έχει να μας προσφέρει πολλά για την εποχή που έζησε.

Όσον αφορά την παράδοση που υπήρχε στην οικογένεια για την πραγματική χρήση του χειρογράφου από κάποιο μέλος της, ας σημειωθούν εδώ μόνο τούτα. H οικογένεια, όπως είπαμε, κατάγεται από την πλούσια σε μεταλλεία αργύρου Xαλδία, μια περιοχή που από τα τέλη περίπου του 16ου αιώνα υπήχθη, λόγω ακριβώς του πλούτου που περιείχε και των εισοδημάτων που απέδιδε, απευθείας στο σουλτανικό θησαυροφυλάκιο. Oι χριστιανοί κάτοικοί της –και εργαζόμενοι στα μεταλλεία της περιοχής– κατόρθωσαν έτσι να αποκτήσουν κάποια προνόμια. O επικεφαλής των μεταλλουργών είναι συγχρόνως και κρατικός αξιωματούχος με ευρύτατες αρμοδιότητες. Aυτός λοιπόν που γράφει το χειρόγραφο της «Eξαβίβλου» δηλώνει πως είναι «υιός του Iγνατίου λογοθέτου του εκ Xαλδίας», ανθρώπου που είναι ιστορικά διακριβωμένο πως είχε διατελέσει αρχιμεταλλουργός· αλλά και ο ίδιος, ο λόγιος γραφέας του χειρογράφου, θα διαδεχθεί τον πατέρα του στο ίδιο αξίωμα λίγο αργότερα. Δεν είναι λοιπόν απίθανο η παράδοση που επιζεί στην οικογένεια να έχει ιστορική βάση.

Tο τρίτο στον κόσμο
Aπό τα δύο βυζαντινά έργα που ο Zυγομαλάς μεταγλώττισε στη δημώδη το δεύτερο, η «Mικρά Σύνοψη», έχει εκδοθεί. Aνέκδοτο παραμένει το πρώτο, η «Eξάβιβλος», που είναι ίσως και το σημαντικότερο από την οπτική που μόλις ανέφερα.
Έμεινε ανέκδοτο, διότι μόνο δύο χειρόγραφα στον κόσμο ήταν γνωστό ότι το παρέδιδαν: το ένα, που βρίσκεται στο Παρίσι, ήταν από παλιά προσιτό στην έρευνα, αλλά η πρόσβαση στο άλλο, που βρισκόταν στο Λένινγκραντ –τώρα Aγία Πετρούπολη– για διάφορους λόγους δεν είχε γίνει δυνατή. Tο τρίτο, άγνωστο ώς χθες, χειρόγραφο που παραδίδει το κείμενο της «Eξαβίβλου» με το δημώδες ένδυμα που της έδωσε ο Θεοδόσιος Zυγομαλάς είναι το χειρόγραφο της οικογένειας από τον Πόντο.


H χειρονομία της οικογένειας
Όταν από μια «τυχαία» σύμπτωση είδα το χειρόγραφο, μου ζητήθηκε να εκφράσω τη γνώμη μου για το περιεχόμενο και την αξία του. Δεν απέκρυψα βέβαια στους κατόχους του την αξία που έχει για την ιστορική έρευνα ούτε αποσιώπησα την εμπορική αξία που το χειρόγραφο θα είχε αν αποφάσιζαν να το παρουσιάσουν σε κάποια δημοπρασία. Zήτησα μόνο την άδεια, όποια και αν θα ήταν η απόφασή τους, να επιτρέψουν οι νόμιμοι ιδιοκτήτες του να το φωτογραφίσουμε ώστε να χρησιμοποιηθεί στην έρευνα.
H απόφαση της οικογένειας μού ανακοινώθηκε ύστερα από λίγες μέρες και ομολογώ πως μου έδωσε μια μεγάλη ικανοποίηση: αποφασίσαμε, μου είπαν, αφού όπως μας λέτε έχει μεγάλη ιστορική αξία για τη μελέτη του Nέου Eλληνισμού, να το δωρίσουμε στο Eθνικό Ιδρυμα Eρευνών ώστε να μελετηθεί και να αξιοποιηθεί επιστημονικά – το οικογενειακό τους κειμήλιο, στο οποίο έχουν καταγραφεί οι γεννήσεις μελών της οικογένειάς τους!
H δωρεά έγινε βεβαίως αποδεκτή από το Ιδρυμα Eρευνών και το πολύτιμο αυτό χειρόγραφο κοσμεί σήμερα τη βιβλιοθήκη του περιμένοντας τη στιγμή της επιστημονικής του αξιοποίησης – που ελπίζω πως δεν θα αργήσει.
H έκδοση της «Eξαβίβλου»
Tο επόμενο ερευνητικό βήμα που οφείλαμε να κάνουμε ήταν να προσπαθήσουμε να έχουμε ένα αντίγραφο, σε ψηφιακή μορφή, από το χειρόγραφο της Πετρούπολης που δεν ήταν ώς σήμερα προσιτό στην έρευνα. Mε τη βοήθεια του προξενείου μας στην Aγία Πετρούπολη, το «εμπάργκο» ξεπεράστηκε.
Έχοντας πλέον προσιτά τα κείμενα που παραδίδουν τα τρία χειρόγραφα που σώζουν την απόδοση του Zυγομαλά, ο δρόμος είναι ανοικτός για την έκδοση του κειμένου, με τους κανόνες της σύγχρονης επιστήμης, προκειμένου να αξιοποιηθεί το πολύτιμο αυτό ιστορικό τεκμήριο, τόσο για τη μελέτη του νομικού μας βίου όσο και του γλωσσικού θησαυρού που περιέχει.


O συμβολισμός μιας δωρεάς
Tο 2008 το Eθνικό Ιδρυμα Eρευνών εορτάζει τα πενήντα χρόνια λειτουργίας του. Πενήντα χρόνια που στο πέρασμά τους κέρδισε την αναγνώριση της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας. H πρόσφατη δωρεά του χειρογράφου δείχνει πως κατόρθωσε να κερδίσει την αναγνώριση, την εμπιστοσύνη και της ελληνικής κοινωνίας.



* O κ. Δημήτρης Γ. Aποστολόπουλος είναι διευθυντής ερευνών στο Eθνικό Ιδρυμα Eρευνών, εθνικός εκπρόσωπος στη «Διεθνή Eταιρεία Mελέτης του 18ου αιώνα» (ISECS).

Η φιλοσοφία δεν είναι '' έργο πηνελόπειο ούτε σισύφειο ''

Ο Κ. Δεσποτόπουλος πραγματεύεται «θέματα ελευθερίας, ηθικής, μεταφυσικής, επιστημολογίας και ιστορίας της φιλοσοφίας»
Της Μυρτώς Δραγώνα - Μονάχου*


Ο ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος, παραπέμποντας στο σωκρατικό «έως πέρ’ αν εμπνέω και οίος τ’ ω, ου μη παύσομαι φιλοσοφών», κλείνει την πρόσφατη συλλογή των φιλοσοφικών δοκιμίων του με την καθόλου απολογητική, αλλά αταλάντευτα προγραμματική δήλωση: «Δικαιούμαι άρα και ο ίδιος εγώ να πιστεύω στη δυνατότητα και στο καθήκον να συνεχίσω τη συγγραφική δράση μου». Εχοντας συμπληρώσει το καρτεσιανό «σκέπτομαι άρα υπάρχω» με το «εργάζομαι άρα υπάρχω», ο σοφός πια φιλόσοφός μας υπόσχεται ότι θα εξακολουθήσει να ασκεί το καθήκον, συνάμα και δικαίωμά του, να μας ενσταλάζει κάθε τόσο την κατασταλαγμένη σοφία του, συγκεντρώνοντας και δημοσιεύοντας αυτοτελώς κείμενα που αποτελούν «είτε εκφράσεις ένδοθεν υποκινημένου διαλογισμού είτε διαλογισμού κατά παρακίνηση έξωθεν». Στην παρούσα συλλογή δημοσιευμάτων, λόγων και ανακοινώσεών του, πραγματεύεται «θέματα θεωρίας της ελευθερίας, ηθικής, μεταφυσικής, επιστημολογίας και ιστορίας της φιλοσοφίας» (σελ. 11).

Με το κύρος μιας μακράς ζωής αφιερωμένης απαρέγκλιτα στο πνεύμα και την παιδεία, μιας ζωής κατά την οποία επέτυχε «πάσας τας τύχας ευσχημόνως φέρειν» και την οποία, αμετανόητος πάντα έφηβος, εξακολουθεί να χαρακτηρίζει και σήμερα «εξαίσιο θαύμα», αποτιμά στις πραγματικές του διαστάσεις τις «προόδους» της εποχής, διακρίνει με «όμμα» αριστοτελικού «σπουδαίου» τις αξίες από τις ασημαντότητες, τα νοούμενα από τα φαινόμενα και αξιολογεί τα πράγματα και τους καιρούς στα σωστά τους μέτρα. Δεν τον αφήνουν αδιάφορο οι εξελίξεις της βιολογίας και της γενετικής, αλλά αποτρέπει κάθε παραπλανητικό αναγωγισμό της ουσίας του ανθρώπου. Κάνοντας βιοηθική χωρίς να το ομολογεί, παρατηρεί στα δοκίμια «Η ζωή του ανθρώπου και το δράμα της ελευθερίας του» και «Ορια της επιστήμης και όροι του κύρους της»: «Με τα γονίδια και τα παρόμοια δεν εξηγείται η ουσία του ανθρώπου και δεν βεβαιώνεται η αξία του. Του ανθρώπου έργο είναι και η θεωρία των γονιδίων... Ο,τι και αν τυχόν η θεωρία των γονιδίων αποκαλύπτει από τη σύσταση του ανθρώπου, αυτό είναι μερικώς μόνο σημαντικό για την ύπαρξη του ανθρώπου, δεν ταυτίζεται με την ουσία και την αξία του» (σελ. 13-14, 134).

Το δικαίωμα της ελευθερίας
Έχοντας πραγματευθεί επανειλημμένως και εκτενώς στο παρελθόν τόσο την έννοια της ελευθερίας όσο και την έννοια του δικαιώματος, στη μελέτη του «Η ελευθερία ως δικαίωμα του ανθρώπου», εστιάζει την προβληματοθεσία του στο δικαίωμα της ελευθερίας μέσα στο πλαίσιο του συστήματος του δικαίου, αλλά και έξω από αυτό, αναιρεί καθιερωμένες πλάνες και επισημαίνει ότι «για να υπάρξει ως δικαίωμα η ελευθερία σε ορισμένο άνθρωπο, χρειάζεται να έχει αυτός ήδη κάπως την ελευθερία ως ικανότητα έλλογη προς αυτοκαθορισμό» (σελ. 45). Παρατηρεί ωστόσο ότι «η σχέση ελευθερίας και ανθρώπου δεν είναι αδιάπτωτη», θεωρεί «παραλογισμό την αξίωση από τον άνθρωπο και ελευθερίας προς μη πραγμάτωσή του από τον ίδιο παραδεκτού ορθού τρόπου συμπεριφοράς», την οποία αποδίδει σε αδυναμία και ανεπάρκεια του ανθρώπου.
Υστερα από την καταξιωμένη θεωρητικά και διδακτικά μονογραφία του για την ηθική και τη συχνή επάνοδό του στο ηθικό και πραξιολογικό πρόβλημα, ο Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος καταπιάνεται και πάλι με το ιδιαίτερο επίκαιρο σήμερα θέμα της ηθικής στο δοκίμιο «Περί της Ηθικής», ορίζοντας προγραμματικά την ηθική ως «εντελέχεια της ελευθερίας» (σελ. 69). Θεωρώντας μαζί με πολλούς σήμερα ανθρωπολόγους και βιοκοινωνιολόγους την ηθική εγγενή στον άνθρωπο, λέει χαρακτηριστικά, θυμίζοντας τον πλατωνικό μύθο του Πρωταγόρα: «...η ηθική δεν θα ήταν ούτε αναγκαία ούτε δυνατή, αν ο άνθρωπος... δεν ήταν αναπόδραστα καταπιστευμένος με τον ορθό αυτοκαθορισμό της υπερ-ζωικής, άλλωστε, συμπεριφοράς του, καθώς και προνομιακά προικισμένος με το χάρισμα της ελευθερίας και της τροφού της ελευθερίας, πνευματικότητας» (σελ. 68). Παρατηρεί ωστόσο ότι η βούληση του ανθρώπου δεν διέπεται μόνο από τον πρακτικό λογισμό αλλά και από αλογικές ψυχικές τάσεις, πόθους και πάθη γιατί «δεν έχει ο άνθρωπος την παντοδυναμία της θεότητας ή και τη μεγαλοδυναμία της αγιότητας» (σελ. 73).


Υπεράσπιση του Πλάτωνα
Παρά την εμμονή του σε κείμενα που αφορούν το πνεύμα, και παρά την αδιόρατη έστω προτίμησή του για τον Πλάτωνα έναντι του Αριστοτέλη, στην ομιλία του «Η αριστοτέλεια κριτική της θεωρίας των ιδεών» (σελ. 121-132) –στην οποία και επιχειρεί ενδιαφέρουσα υπεράσπιση της πλατωνικής θεωρίας με προσωπική ερμηνεία επίμαχων αριστοτελικών χωρίων– δεν παραλείπει να επικεντρωθεί στον Αριστοτέλη στη μελέτη του «Περί των αισθήσεων του ανθρώπου» (σελ. 156-188). Και δεν αποσιωπά την «προ-αρχιμήδεια μεγαλουργία των Ελλήνων» στην επιστήμη και την τεχνική.
Σε όλες τις άλλες εργασίες που εμφανίζονται σε αυτόν τον τόμο έχει ο πρύτανης των Ελλήνων φιλοσόφων κάτι νέο, προσωπικό και εξαιρετικά ενδιαφέρον να μας πει ή να μας θυμίσει (σ. 233-235). Τα κείμενά του είναι αποστάγματα μακράς και βαθιάς μελέτης, ευαισθησίας και καλλιέργειας ή ευτυχισμένης ενορατικής σύλληψης. Η αέναη εξοικείωσή του με τα κείμενα, ιδιαίτερα της προσωκρατικής και της κλασικής φιλοσοφίας, προσφέρει εύστοχες ερμηνείες σε πολυσυζητημένα χωρία και αποσπάσματα (σελ. 124-125, 140-143) και ανασυγκροτεί τον στοχασμό φιλοσόφων που αποτέλεσαν «εμψυχωτικά πρότυπα... σε δεινές περιστάσεις του βίου του», όπως ο Σωκράτης (189-195) ή υποδείγματα «φιλοσοφημένων πολιτικών ταγών», όπως ο Αρχύτας (196-200).


Επιδράσεις
Και στο έργο αυτό, όπως και σε όλη τη μακρά και σημαντική διαδρομή του στη φιλοσοφία και την ιστορία της, παραμένει ταγμένος στη φιλοσοφία και μάλιστα την ελληνική. Παρά τη φιλοσοφική πολυφωνία και τις ποικίλες αποτιμήσεις της αρχαίας φιλοσοφίας στους αιώνες, δεν θεωρεί τη φιλοσοφία «έργο πηνελόπειο ούτε σισύφειο» (σ. 210) και δεν παύει να τονίζει τις επιδράσεις της ελληνικής φιλοσοφίας στην ευρωπαϊκή φιλοσοφία.
Και στη συλλογή αυτή ο φιλοσοφικός στοχασμός ντύνεται με τη γλώσσα που μας είναι τόσο οικεία με τα εύηχα επίθετα, τους εύστοχους νεολογισμούς και τις ευτυχισμένες λυρικές εξάρσεις. Η λογοτεχνική υφή της φιλοσοφικής ακριβολογίας του κάνει την ανάγνωση των κειμένων αυτών ιδιαίτερα ευχάριστη και εποικοδομητική.
Ευχόμαστε ολόψυχα στον Κωνσταντίνο Δεσποτόπουλο να υπερβεί με τη συνδρομή της φιλοσοφίας την πρόσφατη δεινή προσωπική του δοκιμασία και να τηρήσει την υπόσχεση που μας έδωσε στην ενδιαφέρουσα αυτή συλλογή των δοκιμίων του, όχι μόνο να φιλοσοφεί, αλλά και να συγγράφει. Και προσβλέπουμε στη δυναμική παρουσία του στο μεθεπόμενο Παγκόσμιο Συνέδριο Φιλοσοφίας, που ευελπιστούμε ότι επιτέλους θα γίνει στην Ελλάδα.


* Η κ. Μυρτώ Δραγώνα - Μονάχου είναι ομότιμη καθηγήτρια Φιλοσοφίας των Πανεπιστημίων Αθηνών και Κρήτης, πρώην συντάκτης του ΚΕΕΦ της Ακαδημίας Αθηνών

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 17.02.08

Πάμε βόλτα στην αρχαία Μίλητο;

Μια μεγάλη επένδυση ύψους 200 εκατ. ευρώ γίνεται στο κέντρο της Αθήνας.
Στον «Ελληνικό Κόσμο». Μια επένδυση για τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού, ένα δώρο στις επόμενες γενιές από το Ιδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, που συνεχίζει να επενδύει στη διάσωση του πολιτισμού και της ελληνικής ιστορίας.

Το Ιδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, έχοντας τοποθετήσει μέχρι σήμερα 150 εκατ. ευρώ για τη δημιουργία του «Ελληνικού Κόσμου», ενός πρωτοποριακού και υψηλής τεχνολογίας μουσείου-πολιτιστικού κέντρου που έχει αγαπηθεί κυρίως από τα παιδιά, συνεχίζει τις επενδύσεις.

Το πείραμα επεκτείνεται
Τώρα, ο «Ελληνικός Κόσμος» μεγαλώνει και απλώνεται σε μια έκταση 63.000 τ.μ., δημιουργώντας ένα μεγάλο θεματικό πάρκο για την ελληνική ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό σε πέντε νέα κτίρια, που θα είναι έτοιμα τα Χριστούγεννα του 2009. Η επένδυση για την ολοκλήρωσή τους θα ξεπεράσει τα 200 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για το Θέατρο, που θα είναι έτοιμο σε ένα μήνα, το Ερευνητικό Κέντρο, το Μουσείο Παιδιών, το Κέντρο Τεχνών και το Κέντρο Διαδραστικών Μέσων.
Ανάμεσα σε όλα αυτά τα κτίρια θα υπάρχει ένα πάρκο με δύο λίμνες, τις οποίες θα μπορούν να διασχίζουν οι επισκέπτες με βάρκες και να βλέπουν τα υπαίθρια αρχαιολογικά εκθέματα που έχουν βρεθεί στην περιοχή. Θα υπάρχει, επίσης, και τρενάκι με το οποίο θα μετακινούνται οι επισκέπτες από έκθεση σε έκθεση, από τον ένα χώρο της Ιστορίας στον άλλον.
Πίσω από την πρωτοβουλία αυτή η οικογένεια Εφραίμογλου, που τα τελευταία 15 χρόνια επενδύει συστηματικά στη διάσωση και διάδοση της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού.
Ενας άγνωστος κόσμος«Η ιστορία του Ελληνικού Κόσμου ουσιαστικά ξεκινάει από το 1992, όταν ο πατέρας μου, Λάζαρος Εφραίμογλου, ένιωσε ότι πρέπει να κάνουμε κάτι για τη διάσωση της ιστορίας του Ελληνισμού», τονίζει ο κ. Δημήτρης Ευφραίμογλου.
«Ο πατέρας μου ήταν τότε στο Συμβούλιο της Ευρώπης και το 1992 η συνάντηση του Συμβουλίου θα γινόταν στην Αττάλεια. Πηγαίνοντας με αυτοκίνητο από τη Σμύρνη στην Αττάλεια, περνώντας δηλαδή από τα νοτιοδυτικά παράλια της Τουρκίας, συνάντησε ερείπια ελληνικών πόλεων που ούτε ο χάρτης τις είχε και ούτε ο ίδιος τις ήξερε, παρότι έχει διαβάσει αρκετά για την περιοχή. Τότε συνειδητοποίησε ότι αν ο ίδιος δεν ξέρει παρά το ένα δέκατο από όσα αντικρίζει, τότε οι επόμενες γενιές ούτε θα μάθουν, ούτε θα μπορούν να βρουν τίποτα...».
«Όταν επέστρεψε, τον απασχολούσε πια το θέμα της διάσωσης της ιστορικής μνήμης και ήθελε να κάνουμε κάτι γι αυτό. Τότε του πρότεινα να καταγράψουμε την ιστορία του Ελληνισμού σε έναν υπολογιστή, στην αρχή λέγαμε μόνο για τη Μικρά Ασία, αλλά γρήγορα καταλάβαμε ότι έπρεπε να επεκταθούμε περισσότερο... Μετά καταλάβαμε ότι δεν είχε αξία να συγκεντρώσουμε την πληροφορία για να την έχουμε μόνο εμείς και να την... καταχωνιάσουμε κάπου, έπρεπε να το κάνουμε για να μαθευτεί σε όλο τον κόσμο... Δηλαδή να διασώσουμε την Ιστορία και να τη διαδόσουμε σε όλο τον κόσμο. Ετσι αποφασίσαμε να χρησιμοποιήσουμε το Ιντερνετ για να προβάλλουμε την Ιστορία σε όλο τον κόσμο και την εικονική πραγματικότητα για να την κάνουμε άμεση, εύληπτη και ευχάριστη». Το 1993 ιδρύθηκε το Ιδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, φορέας στον οποίο ανήκει ο «Ελληνικός Κόσμος» για να καταγράψει την ιστορία του Ελληνισμού και να την παρουσιάσει με έναν τρόπο ελκυστικό προς τους νέους.
Μουσείο ιστορίας στο διαδίκτυο
Ο «Ελληνικός Κόσμος» (που ιδρύθηκε το 1998) είναι ένα από τα πολλά έργα του ιδρύματος, ο χώρος όπου παρουσιάζεται μέρος της δουλειάς του ιδρύματος.
Το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς του ιδρύματος βρίσκεται στο Διαδίκτυο, ένα άλλο μέρος παρουσιάζεται στον «Ελληνικό Κόσμο» και ένα μέρος στις Εκδόσεις.
Μόνο η Ελληνική ιστορία στο Διαδίκτυο (www. Hellenic history.gr) είναι ένας κόμβος που είχε δημιουργηθεί από το 2000 και περιλαμβάνει 15.000 ιστοσελίδες στα ελληνικά και άλλες τόσες στα αγγλικά, και παρουσιάζει όλη την Ιστορία του Ελληνισμού.
Η Ιστορία έχει γραφτεί από το επιστημονικό προσωπικό του ιδρύματος, που αποτελείται από 150 άτομα, όλων των ειδικοτήτων, ιστορικούς, αρχαιολόγους.
Τον «Ελληνικό Κόσμο» επισκέπτονται 500 παιδιά το καλοκαίρι στα πέντε εκπαιδευτικά δεκαήμερα, ενώ τον χειμώνα έρχονται 500 παιδιά ημερησίως από τα σχολεία και το Σαββατοκύριακο οι εκδηλώσεις είναι ανοιχτές στο κοινό.
«Τα παιδιά αγαπούν τον Ελληνικό Κόσμο και αγαπούν και τη γνώση έτσι όπως παρουσιάζεται εδώ. Είμαστε ένα ζωντανό μουσείο ιστορίας που λέει αγγίξτε με, δείτε, εκφραστείτε. Η χειρότερή μου στιγμή είναι όταν ο δάσκαλος λέει σσσστ στο παιδί που λέει στο διπλανό του κοίτα αυτό εκεί. Θέλω να βλέπω τα παιδιά να εκφράζονται, να βιώνουν το μουσείο με τον νου τους και την καρδιά τους...».
«Γι αυτό αποφασίσαμε να φτιάξουμε το Μουσείο των Παιδιών, όπου θα βάλουμε μια ταμπέλα απαγορεύεται το σσστ. Το Μουσείο των Παιδιών θα είναι φτιαγμένο για τα παιδιά, σε αντίθεση με τον σημερινό χώρο ο οποίος απευθύνεται και σε μεγάλους.
ΣχέδιαΟι επενδύσεις που έχουν γίνει είναι πολύ μεγάλες και τα σχέδια ακόμη μεγαλύτερα. Είναι, όμως, αποδοτικά και κερδοφόρα;
«Τα έξοδα λειτουργίας του πολιτιστικού κέντρου είναι πολύ μεγαλύτερα από τα έσοδα που εξασφαλίζουμε από τα εισιτήρια, όμως αυτό είναι κάτι που το ξέραμε από την αρχή. Η διάσωση της Ιστορίας και η διερεύνηση των ριζών μας είναι μια υπηρεσία για τις επόμενες γενιές για να έχουν αίσθημα του ανήκειν, να μπορούν να μαθαίνουν και να απολαμβάνουν τον ελληνικό πολιτισμό. Αν αυτό το πετύχουμε θα είναι η μεγαλύτερη αποζημίωση, το μεγαλύτερο κέρδος».
Η εικονική πραγματικότητα
«Στον Ελληνικό Κόσμο συναντά η τεχνολογία των υπολογιστών την Ιστορία και την αναδεικνύει, την κάνει ενδιαφέρουσα και αγαπητή στα παιδιά. Δεν υπάρχουν βαρετά θέματα, αλλά είναι ο τρόπος που παρουσιάζονται τα θέματα που τελικά τα χαρακτηρίζει. Τα ψηφιακά μέσα και η εικονική πραγματικότητα τραβούν την προσοχή των παιδιών και κάνουν τις πληροφορίες και τις γνώσεις που προβάλλονται εύληπτες και ενδιαφέρουσες, με αποτέλεσμα τα παιδιά να θέλουν να ασχοληθούν περισσότερο με αυτό που βλέπουν και να μαθαίνουν με μεγάλη ευκολία.
Τα δέκα λεπτά στην Κιβωτό ισοδυναμούν με πολλές ώρες σχολικού μαθήματος. Οι γνώσεις και οι πληροφορίες γίνονται σημαντικές για τα παιδιά, που τα βλέπουμε να ανταποκρίνονται και να θέλουν να ξανάρθουν. Όλες οι παρουσιάσεις, με θέματα όπως περιήγηση στην Αρχαία Μίλητο, την Αρχαία Ολυμπία, ο ναός του Δία στην Ολυμπία, το Ασκληπιείο της Αρχαίας Μεσσήνης, αλλά και πολλά άλλα, συνοδεύονται από πακέτο οδηγιών για το τι πρέπει να ειπωθεί πριν από τον δάσκαλο για να προετοιμαστούν τα παιδιά, αλλά και οδηγίες για το τι να συζητήσουν μετά την προβολή...».
Δ. Εφραίμογλου διευθύνων σύμβουλος
Έχοντας διακριθεί στο Πανεπιστήμιο ΜΙΤ, με σπουδές στην Πληροφορική, ο κ. Δ. Εφραίμογλου ανέλαβε τη δημιουργία του δικτυακού κόμβου του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού και αργότερα τις εφαρμογές της εικονικής πραγματικότητας στον «Ελληνικό Κόσμο», προκειμένου να αποδοθεί με τον καλύτερο τρόπο η Ιστορία μέσα από ειδικά ντοκιμαντέρ.
Στις 21 Μαρτίου του 1998 ξεκίνησε ο «Ελληνικός Κόσμος» σε μια έκταση 15.000 τ.μ., που περιλαμβάνει την Κιβωτό (κτίριο 1), τον Θόλο (κτίριο 2), τον εικονικό κινηματογράφο και χώρους εκθέσεων και εκδηλώσεων. Σήμερα είναι διευθύνων σύμβουλος στο Πολιτιστικό Κέντρο και η κινητήριος δύναμη για την υλοποίηση των επόμενων σημαντικών έργων.


Mαρίνα Πρωτονοταρίου,
ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 17.02.08

Η ανασκαφή αφηγείται την ιστορία

Τα ευρήματα στα αρχαία Καλίνδοια φωτίζουν τη ζωή των κατοίκων τους


Ένα ακέφαλο μαρμάρινο άγαλμα υπερφυσικού μεγέθους κοσμούσε επί πολλά χρόνια την πλατεία του Καλαμωτού Ζαγκλιβερίου Θεσσαλονίκης και είχε ταυτιστεί με τη ζωή της κοινότητας. Γι’ αυτό, όταν τη δεκαετία του ’60 το γλυπτό βρήκε τη θέση του στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, η θλίψη του «αποχωρισμού» ήταν μεγάλη. Κανείς μέχρι τότε δεν γνώριζε ότι το άγαλμα της πλατείας που είχαν βρει οι ίδιοι καλλιεργώντας τα χωράφια τους ήταν ανδριάντας του Οκταβιανού Αυγούστου. Χρόνια αργότερα, οι ανασκαφές των αρχαιολόγων στη θέση «Καστέλλια», 55 χιλιόμετρα ανατολικά της Θεσσαλονίκης, έφερναν στην επιφάνεια ένα ακμαίο αστικό κέντρο του Μακεδονικού Βασιλείου, άγνωστου επί 20 περίπου αιώνες.

Τη σπουδαιότητα αυτής της αρχαίας πόλης άρχισαν να φωτίζουν σταδιακά δεκάδες ευρήματα –τα περισσότερα ογκώδη– αποκαλύπτοντας όχι μόνο το όνομά της, αλλά και τους θεσμούς, τη λειτουργία της, τη σύνθεση του μεικτού πληθυσμού και την καθιέρωση της λατρείας του αυτοκράτορα και της θεάς Ρώμης σε έναν από τους πρωιμότερους ναούς της αυτοκρατορικής λατρείας στη μακεδονική ενδοχώρα.

Είναι τα Καλίνδοια της βόρειας Βοττικής (όπως ονομαζόταν η ευρύτερη περιοχή κατά την αρχαιότητα), μια πόλη με συνεχή κατοίκηση από τους αρχαϊκούς (7ος π.Χ. αι.), τους κλασικούς, τους ελληνιστικούς ώς και τους ρωμαϊκούς χρόνους. Από εκεί πέρασε ο Μ. Αλέξανδρος πριν ξεκινήσει για την εκστρατεία του στην Ασία, όπου –σύμφωνα με μια στήλη– μοίρασε στους εταίρους του γαίες της πόλης και περιοχών αυτής (Τριποάτης, Καμακέα, Θαμίσκεια).

Tην εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τα Καλίνδοια γνώρισαν το αποκορύφωμα της ακμής τους, που ξεκίνησε στα τέλη του 1ου αιώνα για να συνεχιστεί επί δύο περίπου αιώνες. Πολυτελή δημόσια κτίρια με πλούσια διακόσμηση κοσμούσαν το κέντρο της, ενώ ήδη από τον 5ο π.Χ. αιώνα η πόλη είχε Βουλή και Εκκλησία του Δήμου. Σημαντικοί άρχοντες ήταν οι πολιτάρχες (στρατηγοί), ο θεσμός της χορηγίας ήταν ιδιαίτερα ισχυρός, ενώ οι πολίτες χωρισμένοι σε φυλές (Ελληνες, Θρακιώτες, Μακεδόνες) συμβίωναν αρμονικά για αιώνες.

Το Σεβαστείο
Στην αγορά δέσποζε το συγκρότημα του Σεβαστείου, ένα επίμηκες κτίριο 70 περίπου μέτρων που φιλοξενούσε τις πιο λαμπρές τελετές των κατοίκων: πολιτικές, θρησκευτικές, κοινωνικές. Τις αίθουσές του κοσμούσαν μεγάλα μαρμάρινα αγάλματα και άλλα έργα τέχνης σπουδαίων καλλιτεχνών της εποχής.
Επίκεντρο των λατρευτικών εκδηλώσεων αποτελούσε ο ναός που ήταν αφιερωμένος στον Δία, τη θεά Ρώμη και τον αυτοκράτορα, όπου βάθρο του χάλκινου αγάλματος του Τραϊανού φέρει την υπογραφή «ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΘΕΟΝ ΘΕΟΥ ΥΙΟΝ ΤΡΑΪΑΝΟΝ ΣΕΒΑΣΤΟΝ Η ΠΟΛΙΣ». Με το πέρασμα των χρόνων το κτίριο υπέστη φθορές. «Χορηγός» της ανακαίνισης ήταν η Φλαβία Μύστα, μια ευκατάστατη αστή των Καλινδοίων. Πλήρωσε την επισκευή του παλαιότερου ναού που –σύμφωνα με τις ανασκαφικές ενδείξεις– είχε στο μεταξύ καταστραφεί και, ταυτόχρονα, πρόσθεσε νέους χώρους λατρείας. Εξόρκισε μάλιστα τους συμπολίτες της να φροντίζουν –σύμφωνα με επιγραφή– τον ναό για να μείνει «ακατάφθορος».
Και χορηγίες
Το 88 μ.Χ. –επί αυτοκράτορος Δομιτιανού– τρεις άλλοι χορηγοί, οι γιοι του Σωπάτρου Κότυς και Αρριδαίος –ιερέας τη χρονιά εκείνη στο ναό– κατασκεύασαν το βουλευτήριο, τη στοά και την εξέδρα. Εκεί λαμβάνονταν οι σημαντικότερες αποφάσεις. Ψηφίσματα αναγράφονται σε μαρμάρινες στήλες και επιγραφές. Εύποροι πολίτες ενίσχυαν τη λειτουργία του, ενώ συχνές ήταν οι συνεδριάσεις των 50 βουλευτών που καθόριζαν την τύχη του τόπου.
Η ζωή της πόλης σταμάτησε ξαφνικά στα τέλη του 3ου μ.Χ. αιώνα. Υστερα από μεγάλες μέρες δόξας που πέρασε το οικοδομικό συγκρότημα του Σεβαστείου, ήρθε η τελική καταστροφή. Αγάλματα και αρχιτεκτονικά γλυπτά κατέληξαν σε μια μεγάλη ασβεστοκάμινο – πεντακόσια και πλέον θραύσματα βρέθηκαν στην ανασκαφή. Οσα γλίτωσαν από τη βίαιη καταστροφή στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, χάθηκαν κάτω από τα ερείπια του ένδοξου κτιρίου.
Μια έκθεση που αναπαριστά την πόλη
Η συνοπτική ιστορία των Καλινδοίων δεν προκύπτει από γραπτές πηγές. Οι μαρτυρίες των αρχαίων συγγραφέων είναι αρκετά φειδωλές. Tη φωτίζουν αποκλειστικά τα ευρήματα συστηματικής αρχαιολογικής έρευνας που πραγματοποιεί από το 2003 ο αρχαιολόγος κ. Κώστας Σισμανίδης. Πτυχές αυτής της ιστορίας μπορεί να «διαβάσει» πλέον και το κοινό στην έκθεση «Τα Καλίνδοια - Μια αρχαία πόλη στη Μακεδονία» που εγκαινιάζεται εντός του Φεβρουαρίου στην αίθουσα περιοδικών εκθέσεων του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης.
Η έκθεση συγκεντρώνει «ό,τι πιο φρέσκο έχει να παρουσιάσει η ΙΣΤ΄ ΕΠΚΑ όσον αφορά τα ευρήματα και τα πορίσματα μιας ανασκαφής που βρίσκεται σε εξέλιξη. Και αυτή ειναι η πρωτοτυπία της», επισημαίνει η διευθύντρια του Μουσείου κ. Πολυξένη Αδάμ-Βελένη. Μέχρι σήμερα έχουν αποκαλυφθεί πλήρως έξι συνεχόμενοι χώροι συνολικού μήκους 70 μέτρων στο οικοδομικό συγκρότημα του Σεβαστείου, ενώ σε εξέλιξη βρίσκεται η έρευνα μιας έβδομης αίθουσας που φέτος, παρά τη μικρή χρηματοδότηση (4.000 ευρώ του ΥΜΑΘ), αποκάλυψε σπουδαία ευρήματα. Μεταξύ αυτών, δύο αγάλματα φιλοσόφων και ένα ακέφαλο γυναικείας μορφής υπερφυσικού μεγέθους τύπου «Μικρής Ηρακλειώτισσας» που θα παρουσιαστούν στην έκθεση.



Άγνωστη ώς το 1983
«Μέχρι το 1983 δεν γνωρίζαμε ούτε το όνομα της πόλης. Μέσα σε 25 χρόνια όμως προέκυψαν πλούσιες πληροφορίες για την εικόνα της, τη σύνθεση του πληθυσμού, τους θεσμούς και τις λειτουργίες της, πράγμα που δείχνει ότι μια ανασκαφή “γράφει” την ιστορία», επισημαίνει ο κ. Σισμανίδης. Το σημαντικότερο στοιχείο αυτής της αρχαίας πόλης, εξηγεί, είναι ότι στα Καλίνδοια λειτουργούσε ένα από τα πρώτα Σεβαστεία του ελλαδικού χώρου. Ιδρύθηκε την τελευταία προχριστιανική εικοσαετία, όταν Σεβαστεία εμφανίζονται για πρώτη φορά το 29 π.Χ. στη Μικρά Ασία, ενώ ανάλογοι ναοί αυτοκρατορικής λατρείας καθιερώνονται στη Μακεδονία τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες.


Η έκθεση παρουσιάζει σε αναπαράσταση (σχέδια Ιωάννη Νιαούρη) τέσσερις από τις επτά αιθουσες του Σεβαστείου, πλαισιωμένες από τα σημαντικότερα ευρήματα. Στην είσοδο –σύμφωνα με τη μουσειολογική μελέτη της Χριστίνας Ζαρκάδα, αρχιτέκονος του ΑΜΘ– στήθηκαν η «επιγραφή των Καλινδοίων» και το άγαλμα του θωρακοφόρου Αυγούστου (τέλη 1ου αι. π.Χ.). Η μαρμάρινη κεφαλή υπερφυσικού αγάλματος του Μελεάγρου δεσπόζει μπροστά από τη φωτογραφία αντίστοιχου αγάλματος του Βερολίνου, το οποίο αποδίδεται στην κλίμακα του Μελεάγρου των Καλινδοίων. Είναι ο πρώτος Μελέαγρος (έργο του γλύπτη Σκόπα), που βρέθηκε σε ανασκαφές στον βορειοελλαδικό χώρο, παρόλο που ο γνωστός μυθικός ήρωας υπάρχει σε πολλά ξένα μουσεία.

Τιμητικές επιγραφές
Στις αίθουσες του Σεβαστείου στήθηκαν ακέφαλα αγάλματα και οι μαρμάρινες κεφαλές αγαλμάτων του Οκταβιανού Αυγούστου (β΄ μισό του 1ου μ.Χ.), της Φλαβίας Μύστας και της Αθηνάς (Minerva) με κορινθιακό κράνος – πιθανότατα αποδίδει και τη θεά Ρώμη (DEA ROMA) η οποία, σύμφωνα με τις επιγραφικές μαρτυρίες, λατρευόταν στον ναό. Τις ενότητες της έκθεσης συνθέτουν τιμητικές επιγραφές, με σημαντικότερη «των εφήβων» που δίνει σαφή δημογραφικά στοιχεία για την πληθυσμιακή σύνθεση μιας μακεδονικής πόλης κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους. Επι πλέον, κτητορικές επιγραφές του ναού και του βουλευτηρίου που φέρουν τα ονόματα των χορηγών, νομίσματα με την επιγραφή ΒΟΤΤΙΑΙΩΝ, κοσμήματα, ειδώλια με θεότητες, δέκα εκ των οποίων της θεάς Αφροδίτης (1ος αι. μ.Χ.).
Ξεχωριστή ενότητα αποτελούν οι ταφικές στήλες –δείγματα επιτάφιων μνημείων της ελληνικής και της ρωμαϊκής περιόδου– που περιέχουν πληροφορίες για τους νεκρούς και την οικογένειά τους με συμβολισμούς σχετικούς με τις δοξασίες για τη μεταθανάτια ζωή. Συγκινητικό είναι το επίγραμμα ενός δωδεκάχρονου αγοριού, του Φιλώτα που, εξαιτίας του πρόωρου θανάτου του, παρέμεινε άσημος και δεν πρόλαβε να δοξαστεί όπως ο συνονόματος παππούς του. Ο μικρός, που τάφηκε δίπλα στην από χρόνια χαμένη μητέρα του αφήνοντας τρεις αδελφές, αφηγείται με παράπονο λεπτομέρειες της σύντομης ζωής του.


Γιώτα Μυρτσιώτη,
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ,17.02.08

Ευρήματα από τα αρχαία Καλίνδοια στο αρχαιολογικό μουσείο Θεσσαλονίκης

Την πρώτη του περιοδική έκθεση - από την ανακαίνιση του κτιρίου και επαναλειτουργία του το Σεπτέμβριο του 2006- οργανώνει το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης
Πρόκειται για την έκθεση με τίτλο «Καλίνδοια - Μια αρχαία πόλη στη Μακεδονία» που εγκαινιάζεται απόψε στις 18.00 από την προϊσταμένη της Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του υπουργείου Πολιτισμού Βιβή Βασιλοπούλου.

Τα Καλίνδοια - μια αρχαία, άγνωστη μέχρι πρόσφατα μακεδονική πόλη της ενδοχώρας- βρίσκονται 55 χλμ ανατολικά της Θεσσαλονίκης, κοντά στο χωριό Καλαμωτό. Η ευρύτερη περιοχή των Καλινδοίων ονομαζόταν στην αρχαιότητα Βοττική από το ελληνικό φύλο των Βοττιαίων που εγκαταστάθηκε εκεί τον 7ο αιώνα π.Χ. και συμβίωσε ειρηνικά με τα θρακικά φύλα που ζούσαν στον ίδιο χώρο. Τον 4ο αιώνα π.Χ. η περιοχή ενσωματώθηκε στο Μακεδονικό βασίλειο.
Η πρώτη σωστική ανασκαφή στα Καλίνδοια έγινε το 1961. Από το 1980 έως το 2000 διενεργήθηκαν περιορισμένες ανασκαφικές έρευνες που απέδειξαν ότι η κατοίκηση στο χώρο ήταν συνεχής, από την ύστερη νεολιθική μέχρι τη ρωμαϊκή περίοδο. Σταθμό στην ιστορία της έρευνας για την πόλη αποτέλεσε η εύρεση το 1982 της «στήλης των Καλινδοίων», που χρονολογείται στους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Με βάση το περιεχόμενο της στήλης αυτής ταυτίστηκε ο αρχαιολογικός χώρος του Καλαμωτού με την πόλη των Καλινδοίων. Το 2003 άρχισε και συνεχίζεται μέχρι σήμερα η ανασκαφή του «οικοδομικού συγκροτήματος του Σεβαστείου», ενός μεγάλου δημόσιου κτιρίου που ήταν σε χρήση από τα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. έως τα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. Περιλαμβάνει αίθουσες αφιερωμένες στη λατρεία του Δία, της θεάς Ρώμης και του Ρωμαίου αυτοκράτορα, χώρο συμποσίων και το βουλευτήριο της πόλης.
Η πολυετής αρχαιολογική έρευνα έφερε στο φως δεκάδες αντικείμενα, αγάλματα, επιγραφές, ταφικές στήλες, νομίσματα, κοσμήματα και ειδώλια που παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για τη σύνθεση του πληθυσμού, τους θεσμούς, τη νομισματοκοπία, τις λατρείες και τα ταφικά έθιμα ενός ακμαίου αστικού κέντρου της ενδοχώρας του μακεδονικού βασιλείου.
Η έκθεση θα είναι ανοιχτή καθημερινά για ένα χρόνο ως και τις 31 Ιανουαρίου του 2009. Κατά τη διάρκειά της, η έκθεση θα εμπλουτίζεται με νέα εκθέματα που φέρνει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη, καθώς η ανασκαφική δραστηριότητα στην περιοχή συνεχίζεται.


ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 17.02.08

Προβολή Ντοκιμαντέρ «Αθήνα-Σπάρτη» στο Μουσείο Μπενάκη

Το ντοκιμαντέρ « Αθήνα-Σπάρτη», το οποίο είναι εμπνευσμένο από την ομώνυμη έκθεση, «Αθήνα-Σπάρτη», που παρουσιάστηκε το Δεκέμβριο του 2006, στο Ωνάσειο Πολιτιστικό ίδρυμα της Νέας Υόρκης, παρουσιάστηκε απόψε στο κεντρικό κτίριο του Μουσείο Μπενάκη.
Μοναδικά εκθέματα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, η μαρμάρινη προτομή ενός οπλίτη, που φέρεται να είναι ο «Λεωνίδας», από τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ., ένα μαρμάρινο αγαλμάτιο Αττικής Κόρης του 5ου αιώνα π.Χ., από το Μουσείο της Ακρόπολης, χάλκινα ειδώλια οπλιτών από τη Σπάρτη, της περιόδου μεταξύ 8ου και 6ου αιώνα π.Χ. μια πήλινη κύλικα του ζωγράφου του Αρκεσίλα από τον 6ο αιώνα π.Χ., ένα μαρμάρινο αγαλμάτιο της Αθηνάς από τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., αττικά ανάγλυφα και επιτύμβια στήλη, των τελών του 5ου αιώνα π.Χ., αιχμές βελών και δοράτων από το πεδίο της περίφημης μάχης των Θερμοπυλών, του 5ου αιώνα π.Χ.
Τα 289 μοναδικής σημασίας αντικείμενα της έκθεσης, τα οποία παρουσιάστηκαν πρώτη φορά σε μορφή ντοκιμαντέρ και πολλά από αυτά είχαν ταξιδέψει για πρώτη φορά εκτός ελληνικών συνόρων, όταν εκτέθηκαν στο Ωνάσειο Πολιτιστικό Κέντρο της Νέας Υόρκης.
Το ντοκιμαντέρ προλόγισε ο Διευθυντής του Αρχαιολογικού Μουσείου και επιμελητής της έκθεσης «Αθήνα-Σπάρτη», Νικόλαος Σκαλτσάς.
Την προβολή του ντοκιμαντέρ όπως και της έκθεσης διοργάνωσε το Κοινωφελές Ίδρυμα Α. Ωνάσης.


ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 17.02.2008

Το τόξο και η λύρα - Πόλεμος και θρησκεία: δύο πολύ διαφορετικές όψεις του αρχαιοελληνικού κόσμου

Δύο βιβλία, δύο διαφορετικές όψεις της αρχαίας Ελλάδας: η θρησκεία και ο πόλεμος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο πόλεμος είναι φυσικό επακόλουθο και μέσο επίτευξης του σχεδόν πανελληνίου αιτήματος για αυτονομία και αυτοδιάθεση, αίτημα στο οποίο οφείλεται σε μεγάλο βαθμό ο κατακερματισμός του ελληνικού κόσμου σε πάμπολλες αυτόνομες ή ημιαυτόνομες πόλεις-κράτη. H θρησκεία, από την άλλη, είναι ένας από τους κύριους πόλους γύρω από τους οποίους αναδύεται μια κοινή εθνική συνείδηση

Μarie-Claire Amouretti - Francois Ruze
ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
Εμφύλιες συγκρούσεις


Στο Κοινωνία και πόλεμος στην αρχαία Ελλάδα (οι συγγραφείς του οποίου περιορίζονται στην κλασική εποχή, κάτι που δεν επισημαίνεται στον ελληνικό τίτλο του βιβλίου) εξετάζεται η σχέση των αρχαιοελληνικών κοινωνιών με τον πόλεμο και η επίδραση του πολέμου επάνω σε αυτές. Κατά την κλασική περίοδο ο πόλεμος ήταν κάτι παραπάνω από συνηθισμένος: οι αρχαίες πόλεις-κράτη - όταν δεν ήταν απασχολημένες με την απόκρουση «βαρβάρων» εισβολέων και την υπόταξη των τοπικών μη ελληνικών φύλων που κατοικούσαν στην επικράτεια των διαφόρων αποικιών - συγκρούονταν συνεχώς μεταξύ τους. Εδώ η προσέγγιση είναι, θα λέγαμε, αντι-ηρωική. Δεν θα βρούμε αναλυτικές περιγραφές και συζητήσεις σχετικά με τον οπλισμό, τις τακτικές στο πεδίο της μάχης, την ψυχολογία του οπλίτη ή του κωπηλάτη, εκτενείς περιγραφές αρχαίων μαχών και άλλα παρόμοια θέματα που ενδεχομένως να ερεθίζουν αμεσότερα τη φαντασία του ερασιτέχνη αναγνώστη. Τις Amouretti και Ruzé ενδιαφέρει περισσότερο να διερευνήσουν την αμφίδρομη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου και στις ποικίλες μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Παρέχεται λοιπόν πλήθος πληροφοριών για τις λιγότερο «glamorous» πλευρές του απεχθούς αυτού φαινομένου. Εξετάζονται ζητήματα όπως η στρατολόγηση, η εκπαίδευση και ο τρόπος δράσης των διαφόρων στρατιωτικών σωμάτων, η διάρκεια και η φύση των εκστρατειών και ο τρόπος χρηματοδότησής τους, η σχέση της στρατιωτικής και της πολιτικής εξουσίας, οι επιπτώσεις του πολέμου στον άμαχο πληθυσμό και στη διεξαγωγή των οικονομικών δραστηριοτήτων. Τα επί μέρους ζητήματα αναλύονται με όλες τις λεπτομέρειες που ο σχετικά περιορισμένος χώρος επιτρέπει, ενώ παρατίθενται αρκετά αποσπάσματα αρχαίων κειμένων. Δυστυχώς η μετάφραση δεν βοηθά το μάλλον τεχνικό, επιστημονικό ύφος του συγγράμματος. Αρκετές είναι οι λανθασμένες επιλογές σε επίπεδο συνεκφοράς λέξεων (collocation) που οδηγούν στη δημιουργία ακατανόητων ή ανοίκειων φράσεων, οι οποίες διακόπτουν τη ροή της ανάγνωσης και δυσκολεύουν την πρόσληψη των νοημάτων. Παραθέτουμε λίγα παραδείγματα: «χώρα ευμενή ωστόσο στην εκτροφή αλόγων... ορμούν κάνοντας ρήγμα» (σελ. 59), «επιγραφή με καταγωγή τη Σπάρτη» (σελ. 112-3), «αναφέρονται στην κόπωση των πολιτών απέναντι στον πόλεμο» (σελ. 222). Παραδόξως το έργο του Θουκυδίδη συγκαταλέγεται στις λογοτεχνικές πηγές (σελ. 103), ενώ δεν λείπουν και λάθη στις χρονολογίες: ο Πολέμαρχος, αδελφός του Λυσία, δεν δολοφονήθηκε το 495 (σελ. 124) αλλά το 404, ενώ οι ολιγαρχικοί δεν κατέλαβαν την εξουσία στην Αθήνα το 441 (σελ. 199) αλλά το 411.

Louise Bruit Zaidman - Pauline Schmitt Pantel
Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
H θρησκεία στην πόλη

ο δεύτερο βιβλίο ασχολείται με το ζήτημα της αρχαιοελληνικής θρησκείας εξετάζοντάς την στο πλαίσιο της πόλης. Οι συγγραφείς του βιβλίου αυτού είναι πανεπιστημιακοί σαφώς μεγαλύτερου βεληνεκούς από τις Amouretti και Ruze (το βιβλίο έχει μεταφραστεί και στα αγγλικά) και έχουν ασχοληθεί εκτενώς με το δύσκολο αυτό θέμα. Οι Pantel και Zaidman ανήκουν στη σχολή των μελετητών που τονίζουν τις ιδιαιτερότητες της αρχαιοελληνικής κουλτούρας, η οποία εξισορροπεί την τάση να ανιχνεύονται σ' αυτήν οι απαρχές κάθε μοντέρνου κοινωνικού μορφώματος και σύγχρονης ιδέας. H μελέτη της αρχαιοελληνικής θρησκείας παρέχει πολλά επιχειρήματα προς αυτή την κατεύθυνση: οι δύο επικρατέστερες σύγχρονες θρησκείες, ο χριστιανισμός και το Ισλάμ, δεν θα μπορούσαν να διαφέρουν περισσότερο από τη θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων. Καθώς εστιάζει στη σχέση θρησκείας και πόλης, το βιβλίο αρθρώνεται σε δύο μέρη: το πρώτο αφορά το σημαντικότατο αλλά δυσπρόσιτο ζήτημα της λατρείας, το δεύτερο τα συστήματα παράστασης του θείου. Και εδώ προσφέρεται με ελκυστικό τρόπο πλήθος πληροφοριών που θα προκαλέσουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη - ο χαρακτηρισμός των Αργοναυτικών του Απολλώνιου του Ρόδιου, του μεγαλειώδους αυτού ελληνιστικού έπους, ως μυθιστορήματος (σελ. 177) είναι μάλλον ακατανόητος -, ενώ παρατίθενται και πολλά αποσπάσματα από τα βασικότερα για τη μελέτη της αρχαιοελληνικής θρησκείας αρχαία κείμενα. Τονίζονται επίσης ο μη δογματικός χαρακτήρας και η αλληλεπίδραση της θρησκείας με την πολιτική και την ιστορία.
Αξίζει να αναφέρουμε την πολύ καλή ανάλυση της πολυθεϊστικής φύσης και του ανθρωπομορφισμού των θεών στην αρχαιοελληνική θρησκεία και την προσοχή με την οποία οι συγγραφείς προσεγγίζουν και ερμηνεύουν βασικές θρησκευτικές έννοιες όπως η ευσέβεια, η αγνότητα, η σεμνότητα αλλά και έννοιες σχετικές με τη μετά θάνατον ζωή. Για τον έλληνα αναγνώστη οι λέξεις για τις έννοιες αυτές, λόγω της συνέχειας της ελληνικής γλώσσας, έχουν πλέον αποκτήσει νόημα καθαρά χριστιανικό, γεγονός που δυσχεραίνει την κατανόηση της θρησκευτικής ιδιοσυγκρασίας των αρχαίων Ελλήνων. H μετάφραση είναι προσεγμένη και απαλλαγμένη από τα προβλήματα που παρατηρήσαμε στο προηγούμενο βιβλίο. Πρόκειται για ένα σύγγραμμα που - μολονότι δεν στέκεται στις προσωπικές, ατομικές διαστάσεις της θρησκευτικής πίστης - καλύπτει ανάγκες στις οποίες το κατά πολύ απαιτητικότερο και πληρέστερο Αρχαία ελληνική θρησκεία του W. Burkert (εκδόσεις Παπαδήμα) δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί.
Οπως είναι αναμενόμενο, και στα δύο βιβλία οι συγγραφείς στηρίζονται περισσότερο στη γαλλική βιβλιογραφία. Ετσι μορφές όπως ο Vernant, o Vidal-Naquet και ο Gernet έχουν την τιμητική τους. Και τα δύο βιβλία μπορούν κάλλιστα να χρησιμεύσουν ως προσιτές εισαγωγές στα αντίστοιχα θέματά τους. Μια γενικότερη παρατήρηση αφορά την παντελή απουσία αρχαίων κειμένων στο πρωτότυπο, πόσο μάλλον όταν και στα δύο βιβλία παρατίθενται - συχνότατα εκτενή - αποσπάσματα μεταφρασμένα από τα γαλλικά. Είναι κρίμα βιβλία με σαφή εκλαϊκευτικό προσανατολισμό να μην στηρίζουν τη φυσική αντίδραση του αναγνώστη να ανατρέξει στο αρχαίο κείμενο, είτε για να επαληθεύσει τα συμπεράσματα του συγγραφέα είτε για να αφεθεί στη μαγεία του πρωτοτύπου.


Νίκος Κούτρας, ΤΟ ΒΗΜΑ

18 Φεβρουαρίου 2008, Σεμινάριο «Δεοντολογία της Έρευνας στο FP7»

Η Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής με τη συνεργασία του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών διοργανώνει σεμινάριο με θέμα : «Δεοντολογία της Έρευνας στο FP7», στις 18 Φεβρουαρίου 2008, στο Αμφιθέατρο του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, και ώρα 13.00 – 16.00.
Ομιλητές θα είναι :
Ø Γεώργιος Μ. Μανιάτης, Ομότιμος Καθηγητής Γενικής Βιολογίας Πανεπιστημίου Πατρών, Προεδρεύων Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής
Ø Δρ Ισίδωρος Καρατζάς, συντονιστής αξιολόγησης δεοντολογίας ερευνητικών προγραμμάτων, Γενική Διεύθυνση Έρευνας, Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Ø Κωνσταντίνος Α. Χαριτίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής Σχολής Χημικών Μηχανικών, Τομέας Επιστήμης και Τεχνικής των Υλικών, Ε.Μ.Π.
Ø Δρ Παναγιώτης Βιδάλης, Νομικός, Επιστημονικός Συνεργάτης Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής

Το σεμινάριο σκοπεύει στην ενημέρωση των ερευνητών για τους κοινοτικούς κανονισμούς που διέπουν την δεοντολογία της έρευνας και τη διευκόλυνσή τους στη σύνταξη προτάσεων, ώστε να περάσουν επιτυχώς από την αξιολόγηση δεοντολογίας.

Σε ποιους απευθυνόμαστε:
Σε ερευνητές που σχεδιάζουν την υποβολή προγράμματος στο FP7 και/ ή ενδιαφέρονται να ενημερωθούν για τους κανόνες Δεοντολογίας της Έρευνας της Ε.Ε.

Ποιές προτάσεις περνούν από δεοντολογική αξιολόγηση; Αυτές που:

Ø Aπαιτούν προηγούμενη συγκατάθεση των συμμετεχόντων, (ασθενών, υγιών εθελοντών) και περιλαμβάνουν χρήση Ανθρώπινου Γενετικού Υλικού, Ανθρωπίνων Βιολογικών Δειγμάτων ή συλλογή Ανθρωπίνων Πληροφοριών.
Ø Περιλαμβάνουν έρευνα σε ανθρώπινα έμβρυα, εμβρυακούς ιστούς ή κύτταρα ή εμβρυακά βλαστοκύτταρα.

Ø Εμπεριέχουν πρόσβαση σε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα όπως: γενετικές ή προσωπικές πληροφορίες, παρακολούθηση ανθρώπων, κλπ.

Ø Περιλαμβάνουν έρευνα σε: διαγονιδιακά πειραματόζωα, διαγονιδιακά αγροτικά ζώα, κλωνοποίηση αγροτικών ζώων, πρωτεύοντα εκτός του ανθρώπου.

Ø Πρόκειται να εμπλέξουν αναπτυσσόμενες χώρες, χρησιμοποιώντας τοπικό υλικό (γενετικό, ζωϊκό, φυτικό κ.λ.π.) ή που θα ωφελήσουν τις τοπικές κοινότητες (δημιουργία υποδομών όπως πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευση κ.α.)
Ø Υπάρχει δυνατότητα τα αποτελέσματά τους να χρησιμοποιηθούν για στρατιωτικούς /τρομοκρατικούς σκοπούς.