Κριτική - Παρουσίαση : Χαρίκλεια Γ. Δημακοπούλου
ΟΙ ΝΕΑΡΕΣ ΛΕΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ
Δεν είναι σύνηθες να έχομε προς παρουσίαση ένα έργο που αναφέρεται σε θέματα Ιστορίας του Δικαίου. Πρόκειται για τομέα που δυστυχώς απασχολεί λίγο την ελληνική επιστημονική κοινότητα και εντός αυτής λίγους εκπροσώπους της. Και τούτο διότι θεωρείται εξ όλων των κλάδων του Δικαίου, αλλά και της Ιστορίας, ο πλέον ειδικός και συνεπώς '' εξεζητημένος ''. Δεν είναι εύκολο να ασχολείται κάποιος με το νομοθετικό έργο του Ιουστινιανού ή του Λέοντος του ΣΤ! του Σοφού! Και όμως, όπως θα αποδειχθεί στο παρόν κείμενο, τα ζητήματα της Ιστορίας του Δικαίου κρύβονται πάντοτε πίσω από την επομένη γωνία και μας περιμένουν για να μας εκπλήξουν ή και να μας εξυπηρετήσουν.
Αφορμή για τις πρώτες αυτές σκέψεις προσέφερε το νέο έργο του Ομοτίμου Καθηγητού της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Σπύρου Τρωιάνου, υπό τον τίτλο : ΟΙ ΝΕΑΡΕΣ ΛΕΟΝΤΟΣ ΣΤ! ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ. Προλεγόμενα, κείμενο, απόδοση στη νεοελληνική, ευρετήρια και επίμετρο
( εκδ. Ηρόδοτος, σελ.608 ).
Το βιβλίο αρθώνεται ως εξής : προηγείται εκτενής και ενημερωτική Εισαγωγή, ακολουθεί το κείμενο των βυζαντινών νομοθετημάτων στην πρωτότυπη μορφή και σε νεοελληνική μετάφραση του Καθηγητού κ. Τρωιάνου, και έπονται ευρετήρια των μνημονευομένων στις επεξηγήσεις των νεοελληνικών μεταφράσεων πηγών και αναλυτικά ευρετήρια λέξεων και όρων.
Σε επίμετρο του έργου ο μεταφραστής και μελετητής Καθηγητής παραθέτει σειρά εργασιών που είχαν ιδεί το φως με την μορφή των επιστημονικών συμβολών σε διάφορα επιστημονικά περιοδικά ή συλλογικούς τόμους, εργασιών οι οποίες άπτονται αμέσως του αντικειμένου του όλου βιβλίου και φωτίζουν ειδικές πτυχές της ιστορίας των Νεαρών του Λέοντος ΣΤ! του Σοφού. Τέλος παρατίθεται και σύντομη περίληψη της εισαγωγής σε γερμανική γλώσσα. Ας διευκρινήσωμε κατ'αρχήν ότι υπό τον όρο ''Νεαρές'' ορίζονται τα νομοθετήματα των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων από του Ιουστινιανού και εξής, τα οποία ρυθμίζουν θέματα ήδη μνημονευόμενα στον Ιουστινιάνειο Κώδικα, και ευρύτερα οι νεώτεροι νόμοι των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων.
Οι Νεαρές του Λέοντος του Σοφού, συνολικώς 113 κατ'αριθμόν, συν δύο ακόμη που ευρέθησαν σε διαφορετικά χειρόγραφα και έχουν διαφορετική χειρόγραφη και εκδοτική παράδοση μέχρι προ 60ετίας περίπου ( η τελευταία και πλέον έγκυρη κριτική έκδοση όλων των Νεαρών είναι η υπό των : P. Noailles - A. Dain, Les Novelles de Leon VI le Sage, εν Παρισίοις 1944 ) διεσώθησαν μέχρις ημών δια πέντε χειρογράφων που ευρέθησαν στη Δύση, δηλαδή στην Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας, στην Βιβλιοθήκη του Βατικανού και στις βιβλιοθήκες του Μονπελλιέ, του Βερολίνου και του Λέυντεν της Ολλανδίας. Από όλα αυτά τα χειρόγραφα, πολύ λίγα για την παράδοση κάποιου βυζαντινού - ή και αρχαίου - κειμένου, το παλαιότερο είναι εκείνο της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας
( αρχές του 13ου αιώνος ), από το οποίο φαίνεται ότι αντεγράφησαν τα υπόλοιπα τέσσαρα σε χρόνο αρκετά σύντομο μεταξύ τους, αλλά και αρκετά μεταγενέστερο του πρώτου χειρογράφου, δηλαδή κατά το πρώτο ήμισυ του 16ου αιώνος, όταν είχε αρχίσει η αναγεννησιακή διερεύνηση του Βυζαντινού Δικαίου και η ιστορική μελέτη των πηγών του Ρωμαϊκού Δικαίου γενικώτερα στην Δύση.
Επομένως η χειρόγραφη παράδοση που διαθέτομε για το εν λόγω κείμενο σημαντικού τμήματος της νομοθεσίας του Αυτοκράτορος Λέοντος ΣΤ! είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Παρά ταύτα, οι ερευνητές και οι ιστορικοί του Δικαίου έχουν καταλήξει σε μία μορφή των Νεαρών κατόπιν κριτικής επεξεργασίας των πέντε χειρογράφων, αλλά και κάποιων νεωτέρων ευρημάτων σε άλλα χειρόγραφα, κυρίως παλίμψηστα
( δηλαδή σβησμένα, στα οποία έχει γραφεί νεώτερο κείμενο επάνω από το παλαιότερο που διαβάζεται με ειδικές τεχνικές μεθόδους, κυρίως με την βοήθεια υπερύθρων ακτίνων) παλαιοτέρων εποχών, και μάλιστα του 10ου αιώνος, δηλαδή πολύ κοντά προς την εποχή της νομοθεσίας του Λέοντος.
Οι Νεαρές αναφέρονται σε διάφορα θέματα κυρίως εκκλησιαστικού και ιδιωτικού δικαίου, αλλά και κάποιες που αναφέρονται σε δικονομικά ή ποινικά ζητήματα. Η επιστημονική έρευνα έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο χρόνος συντάξεως αυτών είναι περίπου σύγχρονος προς εκείνον της εκπονήσεως των Βασιλικών, δηλαδή του σώματος της Μεσοβυζαντινής Νομοθεσίας, που από τους περισσοτέρους θεωρείται ως απλή μετάφραση του Ιουστινιανείου Δικαίου στην Ελληνική, από την λατινική του πρωτοτύπου. Εν τούτοις, η ανάπλαση της Ιουστινιανείου νομοθεσίας κατά τη Μεσοβυζαντινή περίοδο, επί της Δυναστείας των Μακεδόνων, έδωσε ένα νέο κείμενο των νόμων, αρκετά εκσυγχρονισμένο και συμπληρωμένο, με αφαίρεση των διατάξεων που είχαν περιπέσει σε αχρησία επί αιώνες και προσθήκη νέων ή ένταξη κάποιων που είχαν θεσπισθεί δια Νεαρών ενδιαμέσως. Με άλλους λόγους τα Βασιλικά είναι ένα απολύτως ελληνικό νομοθετικό έργο τόσο κατά την λαμπρή γλώσσα του όσο και κατά το πνεύμα των διατάξεών του. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο τα Βασιλικά εισήλθαν στη νεοελληνική νομική τάξη από του 1822 και διετηρήθησαν σε ισχύ μέχρι του 1946, όταν εισήχθη και επί του εδάφους του Ελληνικού Κράτους ο Αστικός Κώδιξ ( είχε αρχίσει να ισχύει από του 1941 στα προξενικά δικαστήρια της Αιγύπτου, επειδή εκεί δεν εφαρμόσθηκε το διάταγμα της Κυβερνήσεως Τσολάκογλου που ανέστειλε τον Ιούνιο του 1941 την εισαγωγή του νέου Αστικού Κώδικος λόγω των εκτάκτων συνθηκών της Κατοχής, ενώ μετεβλήθη κατά το 1945 ).
Oι Νεαρές έχουν αποδοθεί πολύ προσεκτικά από τον Καθηγητή κ. Τρωιάνο στην νεοελληνική. Η γλώσσα της μεταφράσεως είναι λογία δημοτική με πλούτο λεκτικό και ακρίβεια νομικών όρων. Το έργο απήτησε πολύν κόπο διότι δεν είναι πάντοτε αυτονόητο ότι η ακριβής μετάφραση θα επιτύχει να είναι γλαφυρή, η δε απόδοση εκφεύγει της ακριβείας και αποδίδει νόημα αλλά όχι ύφος και στύλ. Εδώ, η επιτυχία είναι ότι διαβάζοντας ένα απολύτως ''στρωτό'' νεοελληνικό κείμενο και παραβάλλοντάς το προς το έναντι δημοσιευόμενο πρωτότυπο, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται την σκληρή φιλολογική και ερμηνευτική εργασία του συγγραφέως. Έχει καταβληθεί προσπάθεια, η οποία απεδείχθη επιτυχής, ώστε να μεταφερθεί στο μεταφρασμένο κείμενο η ''γεύση'' του πρωτοτύπου και η αίσθηση της εποχής συντάξεως των κειμένων.
Ίσως κάποιοι να μη θεωρήσουν ορθή την δημοσίευση της μεταφράσεως κατά το μονοτονικό σύστημα γραφής. Αληθές είναι ότι οπτικά θα ήταν ωραιότερο το κείμενο αν είχε δημοσιευθεί πολυτονικά και κυρίως θα προσέθετε το σύστημα της ιστορικής ορθογραφίας την αίσθηση της ''γνησιότητος''. Αυτό όμως δεν στερεί καθόλου από την αξία του κειμένου που έχομε στα χέρια μας. Αντιθέτως, είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι η απλούστευση της γραφής έχει καταστήσει το κείμενο περισσότερο προσιτό στους σημερινούς φοιτητές που στερούνται της παιδείας χρήσεως κειμένων στα ''αρχαία'', όπως αποκαλούν συλλήβδην όλα τα κείμενα με ιστορική ορθογραφία είτε είναι στην δημοτική είτε στην καθαρεύουσα, είτε στην βυζαντινή γλώσσα είτε στην πραγματική αρχαία ελληνική. Η έλλειψη του πολυτονικού συστήματος καθιστά ίσως το έργο περισσότερο δύσχρηστο για τους ξένους χρήστες του, καθώς είναι βέβαιο ότι η εργασία του Καθηγητού κ. Τρωιάνου αναμφισβητήτως θα εισέλθει στην διεθνή βιβλιογραφία της Ιστορίας του Δικαίου.
Εσημειώθη ότι τα κείμενα του Βυζαντινού Δικαίου δεν είναι αδιάφορα για την σημερινή ελληνική πραγματικότητα. Τούτο καταδεικνύεται όχι μόνο εκ της μακροβιότητος αυτών ως Αστικού Δικαίου του Νεοελληνικού Κράτους
( 1822 - 1946 ), αλλά και εκ της δυνατότητος εφαρμογής διατάξεών τους ακόμη σήμερα προς συμπλήρωση των κενών της νομοθεσίας του Ελληνικού Κράτους, κατά τα μέρη εκείνα που δεν έχουν καλυφθεί πλήρως εκ των νεωτέρων νόμων. Έτσι, σημειώνεται πρόσφατη σχετικώς απόφαση του Α! Τμήματος του Αρείου Πάγου ( 1300/ 1984, Ελληνική Δικαιοσύνη, τόμ. 26 ( 1985 ), σελ. 41-43 ) η οποία εδέχθη ότι εφαρμόζονται συμπληρωματικώς προς τις διατάξεις του Αστικού Κώδικος οι Νεαρές υπ' αριθμ. 5,76 και 123.38 του Ιουστινιανού, καθώς και οι αντίστοιχες Νεαρές υπ' αριθμ. 5 και 6 του Λέοντος ΣΤ! επί της κληρονομικής διαδοχής των μοναχών. Και τούτο διότι τα νομικά κείμενα των εν λόγω Νεαρών αναφέρονται σε πτυχές της κληρονομικής διαδοχής που δεν έχουν καλυφθεί υπό του Αστικού Κώδικος και των νεώτερων νόμων και συνεπώς η ισχύς των συνεχίζεται βάσει του Νομοθ. Διατάγματος του 1835 περί της ισχύος του Βυζαντινού Δικαίου δια του βοηθήματος της Εξαβίβλου του Αρμενοπούλου, καθ' ό μέρος δεν κατηργήθη δια του Αστικού Κώδικος και του Εισαγωγικού Νόμου αυτού.
Όταν λοιπόν επιλύονται διαφορές στα τέλη του 20ου αιώνος και δημιουργούν δεδικασμένο για τον 21ο αιώνα βάσει διατάξεων των δύο μεγάλων κωδικοποιητών και νομοθετών του Βυζαντίου, του Ιουστινιανού και του Λέοντος ΣΤ! του Σοφού, καθίσταται προφανές ότι η Ιστορία συναντάται με την πράξη και το παρόν συγχέεται αδιασπάστως προς το παρελθόν. Οπότε εργασίες ως αυτή του Καθηγητού κ. Τρωιάνου δεν είναι απλώς μελετήματα που αφορούν τους ολίγους μελετητές του Βυζαντινού Δικαίου και της ιστορίας του Δικαίου, αλλά και το σύγχρονο δικαστικό σύστημα, την γενικώτερη νομική επιστήμη και τελικά όλους μας, αφού το Βυζαντινό Δίκαιο είναι η άμεση πηγή του ισχύοντος σήμερα Αστικού μας Δικαίου, αυτού που ρυθμίζει μέγα μέρος των κοινωνικών σχέσεων.