Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2008

Μάνη: Η κυρά, η οικογένεια και η προίκα

Πρώτο μέλημα της κοινωνίας του 18ου αι. ο έλεγχος της περιουσίας από τη σύζυγο
Του Ν. Ε. Καραπιδάκη*

Σωκράτης Β. Κουγέας
Η γυναίκα Κυρία στη Μεσσηνιακή Μάνη μέσω προικώων και άλλων εγγράφων (1754 - 1864)
εκδ. Το Ροδακιό, σελ. 124+εικ.
Η ιστορία των 16 εγγράφων που δημοσιεύει και σχολιάζει ο Σωκράτης Β. Κουγέας είναι απλή: φυλάχτηκαν στους Δολούς Μεσσηνίας από τον δάσκαλο Βενετσάνο Κουγέα. Κάποια από αυτά τα ξεχώρισε ο ακαδημαϊκός Σωκράτης Κουγέας και τα μετέφερε στην Αθήνα. Τα ανακάλυψε ο εγγονός του τελευταίου και συγγραφέας αυτού του καλαίσθητου βιβλίου, και ξαναβρήκε τα υπόλοιπα στο πατρικό σπίτι στους Δολούς. Δεν αφορούν όλα την οικογένεια Κουγέα. Ορισμένα αφορούν κατοίκους της ευρύτερης περιοχής. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα τελευταία είχε συλλέξει ο ακαδημαϊκός στο πλαίσιο των ενδιαφερόντων του. Ας σημειωθεί ότι ένα μέρος της αλληλογραφίας του ακαδημαϊκού φυλάσσεται στα αρχεία του ΕΛΙΑ. Ας σημειωθεί, επίσης, ότι για τη χρονική περίοδο που καλύπτουν τα έγγραφα αυτού του βιβλίου, δεν διαθέτουμε πολλά παρόμοια τεκμήρια για τη Μεσσηνία αν κρίνουμε από τα παλαιότερα συμβολαιογραφικά αρχεία που σώζονται στα Αρχεία του Νομού Μεσσηνίας και χρονολογούνται μετά το 1835.


Οικογενειακές στρατηγικές
Το ενδιαφέρον αυτών των εγγράφων είναι ιδιαίτερο, αφού, εκτός από την ιστορία του δικαίου και του γάμου, και ειδικά του φαινομένου «κυρά και νοικοκυρά», οδηγούν σε ένα γενικότερο ιστορικό και κοινωνικό πρόβλημα που είναι αυτό των οικογενειακών στρατηγικών και της ιστορίας τους. Με άλλα λόγια της οικογενειακής συνοχής, της οικογενειακής περιουσίας και των οικογενειακών αισθημάτων. Αλλά και της ιστορίας των φύλων και των σχέσεών τους. Η μελέτη τους, όπως τη διεξάγει ο Σ. Β. Κουγέας, συντονίζει την ιστορία της οικογένειας στη Μεσσηνιακή Μάνη, με την ιστορία όπως τη γνωρίζουμε από άλλα παρόμοια έγγραφα, σε μια ευρεία γεωγραφική κλίμακα που καλύπτει τις ελληνικές χώρες από τη Κάσσο ώς την Κέρκυρα.
Το πρόβλημα, σ’ αυτήν του τη διάσταση, περισσότερο ιστορική παρά δικαϊκή δεν διαφεύγει από τον συγγραφέα όταν γράφει, εύστοχα, ότι «μέλημα της κοινωνίας εκείνης ήταν η διασφάλιση του ελέγχου της προικοδοτούμενης περιουσίας από πλευράς της συζύγου». Μέλημα που καθιστά τη γυναίκα, κατά κανόνα, διαχειρίστρια της προικώας περιουσίας της και όχι μόνο, αφού όπως είναι γνωστό οι γυναίκες ορίζονταν μετά τον θάνατο του συζύγου τους μοναδικές κληρονόμοι με απόλυτη «ελευθερία κληροδοσίας». Πρακτική εύλογη για τη θέση της γυναίκας και τον ρόλο της σε μια κοινωνία ρόλων – «ανδροκρατούμενη» και «παραδοσιακή».
Αποφεύγοντας αυτούς τους χαρακτηρισμούς και μένοντας στα τεκμήρια, βλέπουμε να επιμένει, ξεπερνώντας το όριο της Επανάστασης του ’21, η ιδιαίτερη συναισθηματική και περιουσιακή σχέση που δένει τη γυναίκα με την οικογένειά της, αλλά και τον ιδιαίτερο ρόλο της προίκας της στη νέα της οικογένεια. Εφόσον υπάρχουν απόγονοι η περιουσία της περιέρχεται στα παιδιά της. Σε αντίθετη περίπτωση η προικώα περιουσία επιστρέφει στην οικογένεια των προικοδοτών, του πατέρα της και της μητέρας της. Με άλλα λόγια η περιουσία καθιερώνει την προσωπική ιστορία της γυναίκας, και μέσω αυτής, της οικογένειάς της. Μια πλευρά που έχει ελάχιστα προσεχθεί και ακόμα λιγότερο μελετηθεί. Είναι άλλωστε και το σημείο από το οποίο μπορούμε να παρατηρήσουμε και τις οικογενειακές διενέξεις: ο θάνατος της γυναίκας είναι, συχνά, αφορμή για σκληρές διαπραγματεύσεις και για παράπονα του γαμπρού εναντίον της οικογένειάς της και ιδίως της πεθεράς του.
Ηταν φυσικό, σ’ αυτό το πλαίσιο κατανομής της περιουσίας όπου η προικώα περιουσία μεταβιβάζεται από γυναίκα σε γυναίκα, να είναι η πεθερά εκείνη που διαπραγματεύεται σκληρά για την τύχη της περιουσίας της, τροφοδοτώντας έτσι ένα αρνητικό στερεότυπο των συλλογικών συνειδήσεων: «Ετι μου εδιώρισε και η αποθανούσα σύζυγός μου ελαίας 8. Και ταύτας τας κατακρατούν […] χωρίς εγώ να λαμβάνω τίποτα. Ακόμη της έχω δοσμένα στάρι και τυρί και άλλα διάφορα […] ταύτα μου τα κρατούν 12 χρόνια. Και δεν θέλει τους χαρίσω ούτε ένα λεπτό […] διότι ήταν αχάριστες εις εμέ». Καταλαβαίνουμε την ένταση που υπήρχε με την πεθερά και τις αδελφές της εκλιπούσης.


Θεμελιώδης εταιρεία
Η ίδρυση μιας οικογένειας αποτελεί ένα είδος θεμελιώδους κοινωνικής εταιρείας, όπου ανταλλάσσονται κεφάλαια (συμβολικά και υλικά) από τις συμβαλλόμενες οικογένειες, γεγονός που φέρνει στο προσκήνιο και επιπλέον θεσμούς εγγύησης της μεταβίβασης, όχι απαραίτητα πανομοιότυπους σε όλες τις περιοχές και σε όλες τις κοινωνικές τάξεις: το «παλληκαριάτικο», το «κανίσκι», το «πορταριάτικο». Κυρίως ποσά σε νομίσματα (αναλογικά προς το σύνολο της προίκας;) και αναγνωριστικά δώρα που υπόσχονται τη σωστή διαχείριση της περιουσίας που μεταβιβάζεται στο νέο ζευγάρι. Παρόμοιοι θεσμοί παραπέμπουν στα πιο βαθιά νερά της νομικής μνήμης και των εθίμων, αφού μπορούμε να βρούμε αναλογίες, αλλά και ουσιώδεις διαφορές, σε θεσμούς και συνήθειες όπως το «θεώρητρο» και τα «ανακαλυπτήρια».


Τίθεται το ερώτημα: έχουμε να κάνουμε με θεσμούς που προέρχονται από την αρχαιότητα και οι οποίοι διαιωνίζονται; Σίγουρα όχι, παρά το γεγονός ότι διαιωνίζουν την ανάμνησή τους. Οι συμβολισμοί και οι χρήσεις δεν είναι πια οι ίδιοι. Αντιθέτως είναι περισσότερο βέβαιο ότι συντελούν στη συνοχή της οικογένειας χωρίς να θυσιάζουν τα θήλεα μέλη και χωρίς να αποκόπτουν, οριστικά, την οικογένεια προέλευσης των τελευταίων από την περιουσία τους.

* Ο Ν. Ε. Καραπιδάκης είναι καθηγητής της Ιστορίας της Μεσαιωνικής Δύσης στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, τ. διευθυντής των Γενικών Αρχείων του Κράτους.