Γύρω από τα μέλλοντα πρόσωπα εγείρονται σημαντικά ηθικά και νομικά ερωτήματα κατά δύο τρόπους: πρώτον, απροσώπως, ως τα κατ’ αρχήν άδηλα υποκείμενα που προστατεύονται από το καθολικό καθήκον μας να μη βλάπτουμε κανένα, και, δεύτερον, προσωποπαγώς, ως κυοφορούμενα ανθρώπινα όντα, με ένα συγκεκριμένο προσδοκώμενο βίο που ως τέτοια ακριβώς αξιώνουν το σεβασμό μας. Οι τρόποι αυτοί στο συνδυασμό τους θέτουν διαφορετικού είδους ή έντασης προβλήματα για δύο τρέχουσες κατηγορίες ηθικών θεωριών: τις καντιανές και τις συνεπειοκρατικές. Οι καντιανές θεωρίες αντιμετωπίζουν λιγότερες δυσκολίες να εξηγήσουν το καθολικό καθήκον μας του μη βλάπτειν, ένα καθήκον προσωποπαγές για εμάς τους δρώντες, ωστόσο απρόσωπο από την πλευρά των εκτεθειμένων στη δράση μας. Οι συνεπειοκρατικές θεωρίες μπορούν και αυτές να θεμελιώσουν απρόσωπα καθήκοντα, δυσκολεύονται όμως να αποτιμήσουν τις αρνητικές επιπτώσεις μιας σημερινής συμπεριφοράς όταν αυτές εικάζεται ότι θα εμφανιστούν στο απώτερο μέλλον. Από την άλλη πλευρά, οι καντιανές θεωρίες, που συνδυάζονται κατά κανόνα με Καρτεσιανού τύπου αντιλήψεις περί του προσώπου, έχουν δυσκολίες να προσδιορίσουν πότε ακριβώς αρχίζει να υπάρχει ένα πρόσωπο. Το συνεπές αλλά όχι πολύ σύμφωνο με τις διαισθήσεις μας θα ήταν να γίνει δεκτό ότι το πρόσωπο αρχίζει μόλις αναπτύξει την ικανότητα να πράττει αυτόνομα και υπεύθυνα, ή πάλι να υποστηρίξουν, όπως κάνουν πολλοί, ότι η ιδιότητα του προσώπου αρχίζει ήδη από τη στιγμή της σύλληψης (πάντως σ’ αυτό δεν βοηθάει, αντίθετα με όσα δέχονται πολλοί, η καντιανή έννοια της αξιοπρέπειας). Οι συνεπειοκρατικές εξ άλλου θεωρίες υιοθετούν αναγωγιστικές αντιλήψεις περί του προσώπου, αντιμετωπίζουν ωστόσο δυσχέρειες, με δεδομένη την ανάπτυξη του εμβρύου κατά ρευστά στάδια, στον καθορισμό της συγκεκριμένης χρονικής στιγμής όπου μια ορισμένη βιολογική εξελικτική βαθμίδα συνεπάγεται και την έναρξη του προσώπου. Το άρθρο υιοθετεί την καντιανή γραμμή, προτείνοντας ωστόσο μια τολμηρή αναλογία. Όπως κατά τον Kant στο πεδίο του θεωρητικού λόγου μεταξύ καθαρών εννοιών της διάνοιας και εμπειρικών φαινομένων μεσολαβεί το σχήμα, έτσι και στο πεδίο του πρακτικού λόγου θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι μεταξύ της υπερβατολογικής έννοιας του προσώπου και των μεμονωμένων εμπειρικών ανθρώπινων όντων μεσολαβεί η ανθρώπινη εικόνα, και έτσι η έννοια του προσώπου μπορεί να τύχει εφαρμογής σε επί μέρους όντα που έχουν επαρκώς αναπτύξει τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά.
Παύλος Σούρλας, Επιθεώρηση Βιοηθικής, Φθινόπωρο 2007, Τόμος 1-Τεύχος 1
Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου