Οι συνέπειες της απόφασης του Πατριάρχη Ρουμανίας κ. Δανιήλ να διεκδικήσει από τη Ρωσία την επαναλειτουργία των επισκοπών στη Μολδαβία
Πόλεμος για τα «μάτια» των Γκαγκαούζων
Μαίνεται με απρόβλεπτη έκβαση η ιδιότυπη εμφύλια διαμάχη μεταξύ προκαθημένων της Ορθοδοξίας
ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ
Συναγερμός έχει σημάνει ανάμεσα στους προκαθημένους των ορθοδόξων εκκλησιών μετά τον πόλεμο που ξέσπασε ανάμεσα στην «πολική άρκτο» της Ορθοδοξίας, δηλαδή το Πατριαρχείο Ρωσίας, και στην ανερχόμενη «δύναμη», το Πατριαρχείο Ρουμανίας. Ύστερα από σχεδόν δύο αιώνες ο Πατριάρχης Ρουμανίας κ. Δανιήλ αποφάσισε να λύσει τις διαφορές του με τους Ρώσους και διεκδικεί την επαναλειτουργία των επισκοπών του στη Μολδαβία, οι οποίες διαλύονταν, προσαρτώμενες στο Πατριαρχείο Μόσχας κάθε φορά που ο πάλαι ποτέ τσαρικός ρωσικός στρατός «ανελάμβανε» δράση στην περιοχή. Οι Ρουμάνοι την καταγωγή, οι Ουκρανοί και οι προερχόμενοι από τη Μικρά Ασία γκαγκαούζοι χριστιανοί ορθόδοξοι κάτοικοι της Μολδαβίας αναμένουν τις εξελίξεις των γεγονότων, που προκαλούν ήδη τους πρώτους κραδασμούς στις σχέσεις των πατριαρχών και των αρχιεπισκόπων των αυτοκεφάλων ορθοδόξων εκκλησιών.
Ο Προύθος και ο Δνείστερος, στα σύνορα της Ουκρανίας με τη Μολδαβία, απετέλεσαν το φυσικό σύνορο γύρω από το οποίο διεξήχθησαν αιματηρές μάχες μεταξύ Ρώσων, Αυστριακών, Ούγγρων, Τούρκων και Ρουμάνων. Σήμερα, 196 χρόνια μετά, οι περιοχές της Ανεξάρτητης Δημοκρατίας της Μολδαβίας που βρίσκονται γύρω από τους δύο αυτούς ποταμούς μετατρέπονται σε πεδίο μαχών του ιδιότυπου πολέμου που έχει ξεσπάσει μεταξύ των Πατριαρχείων Ρωσίας και Ρουμανίας. Η ανεύρεση συμμάχων έχει ξεκινήσει. Οι λεγόμενες σλαβόφωνες εκκλησίες, όπως τα Πατριαρχεία Βουλγαρίας και Σερβίας, έχουν δείξει ξεκάθαρα ότι στηρίζουν τη Μόσχα.
Αντίθετα, οι ελληνόφωνες εκκλησίες, αν και κρατούν χαμηλούς τόνους, δεν κρύβουν τη στήριξή τους προς το Πατριαρχείο Ρουμανίας. Το θέμα έχει προκαλέσει «συναγερμό» στο εσωτερικό των ορθοδόξων εκκλησιών καθώς η διένεξη των δύο Πατριαρχείων ξεκινά από την εποχή των κατακτήσεων του τσαρικού στρατού, περνά από τις εισβολές που πραγματοποίησε ο σοβιετικός στρατός και φθάνει στην πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού. Στο επίκεντρο της διαμάχης βρίσκεται η περιοχή της Βεσσαραβίας, που εκκλησιαστικά ανήκε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και τον 15ο αιώνα πέρασε στη δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Ρουμανίας, η οποία είχε ανακηρυχθεί Αυτοκέφαλο Πατριαρχείο.
* Casus belli οι επισκοπές
Δύο μόνο μήνες μετά την εκλογή του στον Πατριαρχικό Θρόνο ο Πατριάρχης Ρουμανίας κ. Δανιήλ έδειξε χωρίς επιφυλάξεις ότι θα προστατεύσει και θα διεκδικήσει όλα όσα έχει επωμιστεί από την Ιστορία. Και ο πρώτος στόχος που έθεσε ήταν η ανάκτηση των χαμένων επαρχιών του Πατριαρχείου Ρουμανίας, τις οποίες, όπως υποστηρίζουν στενοί συνεργάτες του, «υφάρπαξε» το Πατριαρχείο Ρωσίας όταν ο τσαρικός στρατός κυριάρχησε στον αυστροουγγρικοτουρκικό πόλεμο το 1812 και στη Συνθήκη του Βουκουρεστίου που επιτεύχθηκε. Τότε, όπως δηλώνει σε υπόμνημά του στους προκαθημένους των ορθοδόξων εκκλησιών ο κ. Δανιήλ, το Πατριαρχείο Ρωσίας με αντικανονικό τρόπο ίδρυσε την Επισκοπή Κισινάου με στόχο να «ρωσοποιήσει τον ρουμανικό πληθυσμό στο ανατολικό τμήμα της Μολδαβίας».
Το 1918, μετά τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Βεσσαραβίας και την προσπάθεια ένωσης με τη Ρουμανία, το Πατριαρχείο Μόσχας σταμάτησε την εκκλησιαστική δραστηριότητά του. Την ευθύνη της διαποίμανσης των ορθοδόξων ανέλαβε και πάλι το Πατριαρχείο Ρουμανίας, το οποίο και ίδρυσε την Αρχιεπισκοπή Κισινάου. Μερικά χρόνια αργότερα, το 1922, ίδρυσε άλλες δύο επισκοπές στην περιοχή της Βεσσαραβίας: την Επισκοπή του Χοτίν, με έδρα την Αλμπα, και την Επισκοπή Τσατέα Αλμπα. Είκοσι χρόνια μετά το Πατριαρχείο Ρουμανίας επέκτεινε εκ νέου τη δραστηριότητά του, αυτή τη φορά στην Τρασνιστρία, επικαλούμενο τους σταλινικούς διωγμούς που υφίστατο η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας.
Καθοριστικός στις όποιες εξελίξεις ήταν ο ρόλος που διαδραμάτιζε στην περιοχή ο ρωσικός στρατός. Το Πατριαρχείο Ρωσίας ξεκίνησε την εκκλησιαστική δραστηριότητά του στην περιοχή το 1812, όταν άρχισε να κυριαρχεί ο τσαρικός στρατός. Ανέστειλε μερικώς τη δράση του το 1918, όταν ο ρουμανικός στρατός μπήκε στην περιοχή, και θα δραστηριοποιηθεί εκ νέου το 1944. Και αυτό διότι το 1940 ο σοβιετικός στρατός εισέβαλε για πρώτη φορά στη Βεσσαραβία μετά τη συμφωνία Μολότοφ - Ρίπεντροφ μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών της Γερμανίας και της ΕΣΣΔ. Το 1941 αποχώρησε και επανήλθε το 1944.
* Αλληλοκατηγορίες και πιστοί
Ο ρόλος που διαδραμάτισε ο στρατός στην περιοχή αποτελεί την κύρια πηγή άντλησης επιχειρημάτων της μιας προς την άλλη πλευρά. Τα πάντα, δηλώνει ο Πατριάρχης Ρουμανίας στο υπόμνημά του, ανετράπησαν το 1944, όταν «οι σοβιετικές κομμουνιστικές δυνάμεις ανάγκασαν τη Μητρόπολη Βεσσαραβίας να διακόψει τις δραστηριότητές της». Οι επισκοπές που ίδρυσε το Πατριαρχείο Ρουμανίας, απαντά ο Πατριάρχης Ρωσίας, δημιουργήθηκαν το 1918 «με την κατάληψη των ρουμανικών στρατευμάτων των περιοχών μεταξύ του Δνείστερου και του Προύθου». Πρόκειται, προσθέτει, «για παράνομη και αντικανονική πράξη».
Ακόμη με ανακοινωθέν που εξέδωσε ο Πατριάρχης Μόσχας και Πάσης Ρωσίας κ. Αλέξιος καλεί τους πατριάρχες και τους προκαθημένους των ορθοδόξων εκκλησιών να υψώσουν τη φωνή τους γιατί διαφορετικά «θα πέσουν τα αιώνια θεμέλια των αμοιβαίων σχέσεων των εκκλησιών και η αυθαιρεσία θα γίνει κανόνας».
Ο κ. Δανιήλ όμως έδειξε ξεκάθαρα τις προθέσεις του και αμέσως μετά την εκλογή του, τον περασμένο Αύγουστο, δήλωσε ότι επανενεργοποιεί τις επαρχίες του στα εδάφη της Ανεξάρτητης από το 1991 Δημοκρατίας της Μολδαβίας. Πρόκειται για: την Αρχιεπισκοπή Κισινάου, την Επισκοπή Μπαλτί, την Επισκοπή της Νότιας Βεσσαραβίας και την Επισκοπή Ντουμπασάρι και Πάσης Τρανσυλβανίας.
Τη διαφορά καλείται να επιλύσει για μία ακόμη φορά ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, ο οποίος αντιμετώπισε αντίστοιχα προβλήματα με τον Πατριάρχη Ρωσίας στις αρχές της δεκαετίας του '90 στην Εσθονία.
* Η Εκκλησία της Ελλάδος
Ο Πατριάρχης Ρουμανίας δηλώνει ότι τα τρία εκατομμύρια των χριστιανών ορθοδόξων Ρουμάνων που ζουν στην Ανεξάρτητη Δημοκρατία της Μολδαβίας δεν μπορούν να αφεθούν στα χέρια ρώσων κληρικών. Από την πλευρά τους, οι Ρώσοι ανησυχούν κατ' αρχάς για τη διαποίμανση των 600.000 Ουκρανών που ζουν στην περιοχή. Οπως εκτιμάται, προβληματίζονται για το ενδεχόμενο ενεργοποίησης και μιας άλλης επαρχίας από την πλευρά των Ρουμάνων που θα αποτελείται από χωριά και πόλεις της Ουκρανίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι πολιτικοί της Ουκρανίας έχουν εκφραστεί ανοιχτά υπέρ της ανεξαρτητοποίησης της Εκκλησίας τους από το Πατριαρχείο Μόσχας και της ένταξής της ακόμη και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Η Εκκλησία της Ελλάδος στις αρχές της εβδομάδας συζήτησε το ζήτημα, αποφάσισε όμως να μην τοποθετηθεί στην παρούσα φάση καθώς η Ιερά Σύνοδος έκρινε ότι πρέπει πρωτίστως να ενημερωθεί επαρκώς.
Πολλές αρμόδιες ελληνικές υπηρεσίες όμως παρακολουθούν το πρόβλημα καθώς στις περιοχές αυτές και κυρίως στο Κομράτ ζουν περίπου 160.000 Γκαγκαούζοι. Ενα φύλο που προέρχεται από την περιοχή της Μικράς Ασίας και εκδιώχθηκε από την Τουρκία. Το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούν οι Γκαγκαούζοι έχει δάνειες λέξεις από τα ελληνικά, τα τουρκικά, τα ρωσικά και τα ρουμανικά αλλά η δομή της γλώσσας είναι ινδοευρωπαϊκή, όπως και της ελληνικής.
Μια περίεργη ιστορική διαδρομή
Χριστιανοί ορθόδοξοι το δόγμα και πρώην οθωμανοί υπήκοοι, οι Γκαγκαούζοι έχουν διανύσει μια περίεργη ιστορική διαδρομή. Στήριξαν όπου και αν βρίσκονταν τον βυζαντινό αυτοκράτορα, έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις κατά των Τούρκων, συμμετείχαν ως επίλεκτο τάγμα του ρωσικού στρατού στους πολέμους με την Τουρκία, πήραν μέρος με τα ελληνικά στρατεύματα στην απελευθέρωση της Θράκης και χαρακτηρίστηκαν ανταλλάξιμοι με τη Συνθήκη της Λωζάννης, όπως και η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, της Καππαδοκίας και του Πόντου. Ορισμένοι από τους απογόνους αυτών ζουν σήμερα σε ελληνικά χωριά, αρκετοί σε χωριά της Βάρνας στη Βουλγαρία και χιλιάδες στις πόλεις και στα χωριά της Μολδαβίας, όπου φαίνεται ότι εγκαταστάθηκαν από τους Ρώσους στην προσπάθεια διάσωσής τους μετά τους ρωσοτουρκικούς πολέμους.
Σήμερα η Τουρκία επιδεικνύει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το μέλλον των νεαρών Γκαγκαούζων. Σύμφωνα με πληροφορίες, στο Κομράτ ίδρυσαν πρότυπο σχολείο το οποίο περιλαμβάνει δημοτικό, γυμνάσιο και λύκειο και στο οποίο φοιτούν ως επί το πλείστον παιδιά πλουσίων αλλά, με τη χορήγηση υποτροφιών, και πολλά παιδιά φτωχών οικογενειών. Επίσης, παράρτημα τουρκικού πανεπιστημίου και έδρα τουρκικής γλώσσας. Παράλληλα χρηματοδότησαν έργα αφαλάτωσης και βιοτεχνίες ρούχων δημιουργώντας θέσεις εργασίας.
Οι 25 ενορίες που λειτουργούν στις πόλεις και στα χωριά όπου ζουν οι Γκαγκαούζοι ποιμαίνονται από ρώσους κληρικούς, χαμηλού μορφωτικού επιπέδου. Ορισμένοι κάτοικοι δεν κρύβουν την αγάπη τους προς την Ελλάδα και εκτιμούν, όπως είπαν σε συνομιλίες με «Το Βήμα της Κυριακής», ότι το ενδιαφέρον των Τούρκων για τους ομοεθνείς τους μπορεί να πηγάζει από προσπάθειες αλλοίωσης και χειραγώγησης της εθνικής τους συνείδησης, μιας συνείδησης η οποία έχει έντονα τα χαρακτηριστικά του ελληνικού πολιτισμού και βαθύτατο τον σεβασμό προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Το ΒΗΜΑ, 23/03/2008
Κυριακή 30 Μαρτίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου