Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2008

Ποιος πρέπει να είνα ο ρόλος της Εκκλησίας

Το γράμμα και η ουσία

ΙΩΑΝΝΗΣ Μ. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ

Η Ορθόδοξη Εκκλησία στο νεότερο ελληνικό κράτος ξεκίνησε εξαρχής στραβά. Η πραξικοπηματική ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας της, ως «Εκκλησίας του Βασιλείου της Ελλάδος», με το διάταγμα του 1833, ασφαλώς είχε τη σφραγίδα της οθωνικής αντιβασιλείας, αλλά εξέφραζε και την επιθυμία μέρους τουλάχιστον της εγχώριας πολιτικής ηγεσίας.

Τούτο αποδεικνύεται αναμφιβόλως από το γεγονός ότι και μετά τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο, που, μετά μακρά περίοδο κυήσεως, εκδόθηκε το 1850 και κήρυξε το πρώτον την Εκκλησία της τότε Ελλάδας αυτοκέφαλη, η Πολιτεία περιφρόνησε επιδεικτικώς τους όρους υπό τους οποίους εκχωρήθηκε το αυτοκέφαλο. Και στη διατύπωση του Τόμου, ότι η ανακηρυσσόμενη ως αυτοκέφαλη Εκκλησία θα διοικείται «κατά τους θείους και ιερούς κανόνας ελευθέρως και ακωλύτως από πάσης κοσμικής επεμβάσεως», απήντησε με τους νόμους του 1852 με τους οποίους εγκαινίασε τη ρύθμιση με νόμο της Πολιτείας των εσωτερικών ζητημάτων της Εκκλησίας. Ετσι δημιουργήθηκε και επικράτησε εθιμικώς η έκδοση του Καταστατικού Χάρτη διοικήσεως της Εκκλησίας με νόμο της Πολιτείας.
Συνέπεια του γεγονότος αυτού ήταν η σταδιακή εξαλλαγή της φύσεως της Εκκλησίας, η οποία από θεοΐδρυτος οργανισμός κατέληξε νομικό πρόσωπο, δημοσίου μάλιστα δικαίου, και η στρέβλωση του ρόλου του Επισκόπου, ο οποίος από προεστώς της ευχαριστιακής κοινότητας, ως διάδοχος των Αποστόλων, μεταβλήθηκε σε οιονεί πολιτειακό όργανο, επικεφαλής ενός νομικού προσώπου και τελικώς μέρος της κρατικής εξουσίας.


Είναι δε γεγονός ότι η εργώδης αυτή προσπάθεια της πολιτικής εξουσίας να καθυποτάξει την Εκκλησία συνάντησε ανύπαρκτη και πάντως ανεπαρκή αντίσταση της τελευταίας, σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις έγινε μετά από αίτημα της ίδιας της Εκκλησίας. Θα μπορούσε, λοιπόν, κανείς να κάνει λόγο για μια αμφίδρομη έλξη μεταξύ της πολιτικής εξουσίας και της εκκλησιαστικής διοικήσεως. Ετσι, στην πορεία, με τη βοήθεια και των συχνών και ενίοτε μακρών ανώμαλων περιόδων στην ιστορία του τόπου, το εκκλησιαστικό γεγονός επικαλύφθηκε με στρατιωτικά αγήματα και μπάντες και κατήντησε ήχος και χρώμα...
Μετά τη δραματική περιπέτεια της στρατιωτικής δικτατορίας των συνταγματαρχών επικράτησε να γίνεται λόγος για τους «διακριτούς ρόλους» Εκκλησίας και Πολιτείας. Την επωδό αυτή συνηθίζουν να πιπιλίζουν σαν καραμέλα πολιτικοί και εκκλησιαστικοί ταγοί προκειμένου να αποφύγουν την ουσία του πράγματος, τον ακριβή δηλ. προσδιορισμό των ορίων των ρόλων αυτών. Εκεί ακριβώς οι απόψεις διίστανται και κάθε πλευρά τοποθετεί αλλού τα όρια του ρόλου της.


Η τοποθέτηση, λοιπόν, στο ερώτημα για το ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος της Εκκλησίας προϋποθέτει ως αναγκαία συνθήκη ότι (θα) πρόκειται για μια Εκκλησία ελεύθερη και ζώσα. Ελεύθερη από κρατικές παρεμβάσεις, από τον ασφυκτικό πολλές φορές εναγκαλισμό της Πολιτείας και της πολιτικής, πραγματικά αυτοδιοικούμενη με βάση τους ιερούς κανόνες, τις ιερές παραδόσεις και την εσωτερική δικαιοταξία της.

Στην περίπτωση αυτή ο ρόλος της Εκκλησίας θα αναδείξει ακριβώς εκείνα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που απορρέουν από τη διδασκαλία και την πράξη της. Θα είναι, συνεπώς, ο ρόλος της, χωρίς η απαρίθμηση να είναι αναγκαίως ιεραρχική ή/και εξαντλητική, προεχόντως:

Πνευματικός, και μάλιστα σωτηριολογικός. Ο σκοπός της Εκκλησίας είναι να προετοιμάσει για τη μέλλουσα ζωή μέσα από την ευσέβεια και την αρετή, την πίστη και την αγάπη. Η συμμόρφωση του πιστού με τις εντολές της οδηγεί στη μεν ορατή Εκκλησία στη συμμετοχή του στη θεία Ευχαριστία, που είναι το κέντρο ζωής της Εκκλησίας, στη δε αόρατη Εκκλησία στη Βασιλεία του Θεού.

Κοινωνικός και πρωτίστως φιλανθρωπικός. Η Εκκλησία ζει μέσα στην κοινωνία και ασφαλώς αφουγκράζεται τα προβλήματα όχι μόνο των πιστών της, αλλά όλων των συνανθρώπων μας. Η βοήθεια και η φροντίδα που ήδη εκδηλώνονται σε ικανοποιητικό βαθμό και μάλιστα σχεδόν σε όλες τις κατά τόπους εκκλησιαστικές περιφέρειες θα πρέπει να ενισχυθούν και να διευρυνθούν προκειμένου να περιλάβουν και άλλες ομάδες πασχόντων και αναξιοπαθούντων.

Ενωτικός. Η ενότητα δεν θα πρέπει να περιορίζεται μόνο στους πιστούς της Εκκλησίας, αλλά να χαρακτηρίζει τη στάση της Εκκλησίας απέναντι και σε εκείνους που δεν την ακολουθούν, είτε είναι πιστοί άλλων δογμάτων ή θρησκειών είτε ανήκουν στους απίστους ή τους αθέους. Συνεπώς δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι ούτε εθναρχικός ούτε διχαστικός. Η στάση της Εκκλησίας, ιδίως εν όψει του γεγονότος ότι η κοινωνία μας καθίσταται ολοένα και περισσότερο πολυπολιτισμική, πρέπει να διέπεται από επιείκεια, ανεκτικότητα και καταλλαγή.

Συλλογικός. Με αυτή την έννοια καλύπτονται δύο διαφορετικά στοιχεία που πηγάζουν σαφώς από την ορθόδοξη εκκλησιολογία: Αφενός η συνοδικότητα, η συμμετοχή δηλαδή όλων των Επισκόπων εν Συνόδω στη διοίκηση της Εκκλησίας, όπου ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας είναι απλώς πρώτος μεταξύ ίσων. Αφετέρου η συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου στη διοίκηση της Εκκλησίας κατά τρόπο ενεργότερο και αμεσότερο από ό,τι ως σήμερα.

Αξιοκρατικός. Η αξιοκρατία στην Εκκλησία θα πρέπει να εκδηλωθεί με την επιλογή με αδιάβλητα και αντικειμενικά κριτήρια των στελεχών της, κληρικών και λαϊκών, έτσι ώστε να χρησιμοποιούνται όλα τα άξια μέλη της, ανάλογα με τα χαρίσματα και τις δεξιότητές τους, χωρίς επιλεκτικούς αποκλεισμούς, χωρίς καμαρίλα και «περιβάλλοντα».

Για την πραγματοποίηση της οραματικής αυτής περιγραφής θεμελιώδης προϋπόθεση είναι η καλλιέργεια και ανάπτυξη αληθούς εκκλησιαστικής συνειδήσεως στο πλήρωμα της Εκκλησίας, στους ίδιους τους πιστούς. Τούτο απαιτεί σοβαρή και σχεδιασμένη προσπάθεια από την πλευρά της Εκκλησίας. Και αυτό είναι το ζητούμενο...


Ο κ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Το ΒΗΜΑ, 10/02/2008 , Σελ.: B22

Δεν υπάρχουν σχόλια: